Πρόληψη


Θεραπεία για την HIV λοίμωξη δεν υπάρχει μέχρι σήμερα. Η λοίμωξη, όμως, μπορεί να αποφευχθεί σε πολλές περιπτώσεις, αν αποφευχθούν δραστηριότητες υψηλού κινδύνου, όπως είναι η μη προστατευμένη σεξουαλική επαφή και η χρήση ήδη χρησιμοποιημένων βελονών. Ο προσυμπτωματικός έλεγχος ρουτίνας των αντισωμάτων κατά του HIV συστήνεται από το CDC, με σκοπό να βοηθήσει την ταυτοποίηση-ανίχνευση της HIV λοίμωξης σε αυτούς που δεν παρουσιάζουν συμπτώματα. Η πρώιμη διάγνωση της HIV λοίμωξης καθίσταται μεγάλης σημασίας για την αποφυγή μετάδοσης του ιού σε άλλους και για την εκτίμηση, την παρακολούθηση και την πρώιμη έναρξη θεραπείας του μολυσμένου ατόμου.
Η φαρμακευτική θεραπεία μητέρων, μολυσμένων με τον HIV,  κατά τη διάρκεια κύησης, οι προφυλάξεις κατά τη γέννηση και αποφυγή θηλασμού μπορούν να ελαχιστοποιήσουν τον κίνδυνο μετάδοσης της λοίμωξης από τη μητέρα στο παιδί.
Το προσωπικό υγείας μπορεί να προστατεύεται από την HIV λοίμωξη εφαρμόζοντας τους διεθνείς κανονισμούς προφύλαξης, όπως είναι η χρήση γαντιών και η αποφυγή τσιμπήματος με βελόνες.

Θεραπεία
Η φαρμακευτική-θεραπευτική αντιμετώπιση των HIV και AIDS στοχεύει στην καταστολή του πολλαπλασιασμού του ιού σε επίπεδα μη ανιχνεύσιμα και στη διατήρηση του ανοσιακου συστήματος και της υγείας του ασθενούς. Η καταστολή του πολλαπλασιασμού του ιού παρεμποδίζει ή αναστέλλει τη μετάλλαξη του HIV όπως και την ανάπτυξη αντοχής του έναντι των φαρμάκων. Επιβραδύνεται, έτσι, η εξέλιξη του νοσήματος και επιτρέπεται η αύξηση των CD4 T-λεμφοκυττάρων, βελτιώνοντας τη λειτουργία του ανοσιακού συστήματος. Σημαντική καθίσταται, επίσης, η θεραπευτική αντιμετώπιση των επιπλοκών και των ευκαιριακών λοιμώξεων καθώς και των παρενεργειών και της τοξικότητας της θεραπείας.
Στην εφαρμογή της HIV/AIDS φαρμακευτικής θεραπείας υπάρχουν δυο παράγοντες-κλειδιά. Ο πρώτος αφορά το χρόνο έναρξης της θεραπείας και ο δεύτερος αφορά στο είδος του φαρμάκου που θα χορηγηθεί. Ένα πρωτόκολλο Τμήματος Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας (Department of Health and Human Services, DHHS), στις κατευθυντήριες οδηγίες αντι-ρετροϊκής θεραπείας ενηλίκών και εφήβων συστήνει ο ασθενής με HIV να ξεκινά θεραπεία όταν εμφανίζει νόσο, που καθορίζει AIDS ή όταν ο αριθμός των CD4 T-κυττάρων είναι μικρότερος από 200 cells/mm3. Συνίσταται, επίσης, θεραπεία στους ασθενείς με αριθμούς μεταξύ 200 και 350 cells/mm3 όπως και σε ολους τους ασθενείς (ανεξαρτήτως αριθμού CD4 T-κυττάρων) εφόσον:

  • κυοφορούν
  • εμφανίζουν νεφρικό νόσημα σχετιζόμενο με HIV
  • επίσης έχουν λοίμωξη ηπατίτιδας B.

Οι γυναίκες που κυοφορούν και δεν παρουσιάζουν κριτήρια για φαρμακευτική αγωγή μπορούν να διακόψουν τη θεραπεία μετά τη γέννα. Στις άλλες περιπτώσεις, ως επί τω πλείστον, όταν ένας ασθενής ξεκινήσει θεραπεία είναι σημαντικό να τη συνεχίσει σταθερά εφόρου ζωής. Διακοπή θεραπείας μπορεί να οδηγήσει στην αύξηση του ιού (ιϊκού φορτίου) και μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο ανάπτυξης αντοχής στα φάρμακα, να μειώσει τη λειτουργία του ανοσιακού συστήματος και να επιτρέψει την εξέλιξη του νοσήματος.
Επιλογή Φαρμάκου
Εξαρτάται από την πηγή της HIV λοίμωξης. Ένα άτομο μπορεί να ξεκινήσει με στέλεχος HIV ευαίσθητο ή ανθεκτικό στο φάρμακο. Λόγω της εύκολης μετάλλαξης του ιού HIV καθώς αντιγράφεται και εκτίθεται στο φάρμακο, ο ιικός «πληθυσμός» από τον οποίο μολύνεται ένα άτομο είναι μεικτός (ετερογενής). Χωρίς φαρμακευτική αγωγή επικρατεί γενικά ιός «άγριου τύπου».ευαίσθητος στα φάρμακα. Όταν χορηγούνται φάρμακα έναντι του HIV στον ασθενή, ο ιικός πληθυσμός αλλάζει με ελάττωση του ευαίσθητου «άγριου τύπου» ιού και αύξηση του ανθεκτικού στο φάρμακο ιού. Για την αποφυγή ή την ελαχιστοποίηση του πολλαπλασιασμού του ιού και της εμφάνισης ανθεκτικού στα φάρμακα ιού HIV συνδυάζονται πολλαπλά φάρμακα στη θεραπεία.
Υπάρχουν διάφορες τάξεις αντι-ρετροϊκών φαρμάκων που χρησιμοποιούνται σήμερα για την αντιμετώπιση του HIV/AIDS. Οι ασθενείς λαμβάνουν τουλάχιστον δυο φάρμακα από διαφορετικές τάξεις. Συνδυασμοί από τρια ή περισσότερα αντι-ρετροϊκά φάρμακα αναφέρονται ως υψηλά δραστική αντι-ρετροϊκή θεραπεία-HAART (highly active antiretroviral therapy). Επιπρόσθετα φάρμακα μπορούν να χορηγηθούν προς αντιμετώπιση επιπλοκών, συλ-λοιμώξεων, και παρενεργειών από τα φάρμακα, όπως είναι η γαστρεντερική προστασία. Προτιμώνται τα ειδικά θεραπευτικά σχήματα, τα ειδικά όμως φάρμακα που δίδονται πρέπει να αντιμετωπίζουν τις ανάγκες του κάθε ατόμου, όπως και τα στελέχη του ιού HIV από τα οποία έχει μολυνθεί. Η αντοχή του HIV στα φάρμακα εκτιμάται, συνήθως, όταν το άτομο διαγιγνώσκεται με HIV όπως επίσης και πριν από την έναρξη θεραπείας.
Η θεραπευτική αντιμετώπιση τότε εκτιμάται και τροποποιείται, αν και όπως χρειαστεί, όταν αποτύχει η συγκεκριμένη θεραπεία στον ασθενή – επισημαίνοντας την ανάπτυξη αντοχής στο ένα ή σε περισσότερα από τα χορηγούμενα φάρμακα, ή όταν υπάρχουν αλλαγές στην ικανότητα απορρόφησης και μεταβολισμού του/των φαρμάκων από τον οργανισμό του ασθενούς.
Ασθενείς με HIV/AIDS θα χρειαστεί να συνεργάζονται στενά με τον ιατρό που τους παρακολουθεί καθ'όλη τη διάρκεια της ζωής τους για τη ρύθμιση των φαρμακευτικών σχημάτων ανάλογα με τις ανάγκες που προκύπτουν. Η θεραπευτική αντιμετώπιση ασθενών που παρουσιάζουν αντοχή σε ένα ή περισσότερα φάρμακα ή τάξεις είναι δύσκολη. Οι ασθενείς που το αντιμετωπίζουν πρέπει να συμβουλευτούν ιατρούς που ειδικεύονται στη διαχείριση ασθενών με που έχουν υποβληθεί σε θεραπεία. Αναπτύσσονται συνεχώς νέα θεραπευτικά σχήματα τα οποία και χρησιμοποιούνται σε κλινικό επίπεδο.
next [el-GR]previous [el-GR]
Τροποποιήθηκε τελευταία φορά 15.10.2009