Βανκομυκίνη

Επίσης γνωστό ως: Συχνά αναφέρεται με την εμπορική της ονομασία (βλέπε MedlinePlus Drug Information)
Επιστημονική ονομασία: Βανκομυκίνη
Σχετικές εξετάσεις: Ther. Drug Monitoring, Ουρία, Κρεατινίνη, Creatinine Clearance, C. diff, MRSA Screening, Gram Stain

1. Πώς χρησιμοποιείται;
2. Πότε ζητείται;
3. Τί σημαίνει το αποτέλεσμα της εξέτασης;
4. Υπάρχει κάτι άλλο το οποίο πρέπει να γνωρίζω;

Πώς χρησιμοποιείται;
Η εξέταση αυτή χρησιμοποιείται για τον έλεγχο των επιπέδων του αντιμικροβιακού φαρμάκου βανκομυκίνη στο αίμα. Όταν χορηγείται μία δόση βανκομυκίνης η συγκέντρωσή της στο αίμα αυξάνεται, φτάνει σε ένα ανώτερο σημείο και στη συνέχεια πέφτει. Η επόμενη δόση προγραμματίζεται να χορηγηθεί εν αναμονή της πτώσης του επιπέδου της βανκομυκίνης. Ο στόχος είναι να υπάρχει επαρκής επικάλυψη των δόσεων έτσι ώστε να διατηρείται διαρκώς μία ελάχιστη συγκέντρωση του φαρμάκου στο αίμα. Κατά διαστήματα ζητείται η μέτρηση των επιπέδων της στο αίμα  για να προσδιοριστεί η χαμηλότερη και η ανώτερη συγκέντρωση, προκειμένου να εκτιμηθεί η επάρκεια της δοσολογίας καθώς και η επαρκής κάθαρση του φαρμάκου.

Τα χαμηλότερα επίπεδα λαμβάνονται ακριβώς πριν από την επόμενη χορήγηση της βανκομυκίνης στον ασθενή, ενώ τα υψηλότερα 1 με 2 ώρες μετά την ολοκλήρωση της ενδοφλέβιας δόσης. Οι κατώτερες και οι ανώτερες τιμές χρησιμοποιούνται από τους νοσοκομειακούς φαρμακοποιούς και τους γιατρούς για να υπολογιστούν οι ρυθμοί της απορρόφησης και η κάθαρση του φαρμάκου. Τα αποτελέσματα αυτά χρησιμοποιούνται στη συνέχεια για να προσδιοριστεί η κατάλληλη ποσότητα φαρμάκου και το κατάλληλο διάστημα μεταξύ των δόσεων προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η συγκέντρωση του στο αίμα παραμένει εντός θεραπευτικού εύρους.

Για επιπλέον πληροφορίες σχετικά με το πώς χρησιμοποιείται η εξέταση δείτε το Therapeutic Drug Monitoring(Θεραπευτική Παρακολούθηση Φαρμάκων). 

Πότε ζητείται η εξέταση;
Δεν υπάρχει συναίνεση σχετικά με τη χρήση της εξέτασης για τη βανκομυκίνη και για το πότε πρέπει να ζητείται. Μερικοί γιατροί ζητούν τον προσδιορισμό των κατωτέρων επίπεδων της βανκομυκίνης ανά μερικές μέρες κατά τη διάρκεια της θεραπείας με αυτήν. Κάποιοι άλλοι ζητούν τόσο τα κατώτερα όσο και τα ανώτερα επίπεδα συγκέντρωσης ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Πολλοί γιατροί θεωρούν ότι ο γενικός έλεγχος δεν είναι απαραίτητος και ζητούν τις εξετάσεις αυτές μόνο για ασθενείς οι οποίοι βρίσκονται σε αυξημένο κίνδυνο νεφρικής βλάβης (νεφροτοξικότητα) και λαμβάνουν παράλληλα και άλλα φάρμακα, έχουν μειωμένη νεφρική λειτουργία ή δεν ανταποκρίνονται στη θεραπεία. Πρόσφατες κατευθυντήριες οδηγίες από φαρμακοποιούς και λοιμωξιολόγους συνιστούν τον έλεγχο των κατώτατων επιπέδων, τουλάχιστον μία φορά, σε όλους τους ασθενείς οι οποίοι λαμβάνουν το φάρμακο για περισσότερες από μερικές μέρες και τα φυσιολογικά επίπεδα σε ασθενείς με πιο σοβαρές λοιμώξεις, σε άτομα που λαμβάνουν υψηλότερες από το συνηθισμένο δόσεις, σε όσους παρουσιάζουν μεταβολές στη νεφρική λειτουργία ή σε άτομα που λαμβάνουν και άλλα φάρμακα τα οποία μπορούν να προκαλέσουν βλάβη στα νεφρά.

 

Τί σημαίνει το αποτέλεσμα της εξέτασης;
Το τυπικό θεραπευτικό εύρος για τη βανκομυκίνη είναι:

  • Ανώτερο επίπεδο: 20-40 μg/mL[14-28 μmol/L]
  • Κατώτερο επίπεδο: 5-10 μg/mL[3-7 μmol/mL]

Οι πρόσφατες κατευθυντήριες οδηγίες από τους φαρμακοποιούς και τους λοιμωξιολόγους είναι ότι θα πρέπει να γίνονται εξετάσεις μόνο για τα κατώτερα επίπεδα και ότι η ελάχιστη δόση, η οποία είναι απαραίτητη για τον έλεγχο μίας λοίμωξης, θα πρέπει να είναι 10 μg/mL, προτείνουν δε ένα θεραπευτικό εύρος 15-20 μg/mLγια σοβαρές λοιμώξεις.

Εάντα κατώτερα επίπεδα της βανκομυκίνης είναι πάνω από το ελάχιστο επίπεδο, τότε ο ασθενής λαμβάνει αρκετό από το φάρμακο έτσι ώστε να είναι αποτελεσματικό. Αν η λοίμωξη δεν ανταποκρίνεται στη θεραπεία, τότε ο γιατρός μπορεί είτε να συνεχίσει το φάρμακο για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα είτε να εξετάσει άλλες επιλογές θεραπείας. Εάν τα ανώτερα επίπεδα συγκέντρωσης είναι χαμηλότερα από το μέγιστο επίπεδο, τότε ο ασθενής έχει μικρότερο κίνδυνο να αναπτύξει νεφροτοξικότητα ή/και ωτοτοξικότητα, ωστόσο, μπορεί ακόμα να αντιμετωπίσει κάποια από τις επιπλοκές. Οι ανώτερες συγκεντρώσεις μπορεί να ποικίλουν ανάλογα με τη συνέπεια που τηρείται στο χρονοδιάγραμμα για τη συλλογή του δείγματος καθώς και από τις μεταβολές στις τιμές κάθαρσης του φαρμάκου.

 Εάν οι κατώτερες ή/και οι ανώτερες συγκεντρώσεις είναι πάνω από το μέγιστο επίπεδο, τότε ο ασθενής έχει αυξημένο κίνδυνο τοξικότητας και ο γιατρός θα πρέπει είτε να αλλάξει τη ποσότητα της δόσης είτε το ρυθμό χορήγησης.

Υπάρχει κάτι άλλο το οποίο θα πρέπει να γνωρίζω;
Η ενδοφλέβια δόση βανκομυκίνης θα πρέπει να χορηγείται αργά. Οι ασθενείς στους οποίους η δόση χορηγείται με γρήγορους ρυθμούς βρίσκονται σε αυξημένο κίνδυνο να αναπτύξουν «σύνδρομο ερυθρού ανθρώπου» μία αντίδραση της ισταμίνης η οποία προκαλεί έξαψη στο πρόσωπο, εξάνθημα στο άνω μέρος του σώματος και σημαντική πτώση της πίεσης του αίματος.

Οι εξετάσεις που ελέγχουν την νεφρική λειτουργία όπως η εξέταση BUN(Άζωτο Ουρίας Αίματος), η κρεατινίνη και η κάθαρση κρεατινίνης γίνονται πριν από την έναρξη της θεραπείας με βανκομυκίνη καθώς και κατά τη διάρκεια της ή άλλη στιγμή προκειμένου να εκτιμηθεί η κατάσταση των νεφρών.


Τροποποιήθηκε τελευταία φορά27.06.2013