Τι προσδιορίζεται;
Η εξέταση αυτή υπολογίζει τη συγκέντρωση της βανκομυκίνης στο αίμα. Η βανκομυκίνη είναι ένα αντιμικροβιακό φάρμακο το οποίο χρησιμοποιείται στη θεραπεία σοβαρών λοιμώξεων που προκαλούνται από Gram-θετικά βακτήρια. Η βανκομυκίνη αναπτύχθηκε κατά το 1950 και αρχικά τη συνταγογραφούσαν έναντι μικροοργανισμών που αποδεικνύονταν ανθεκτικοί στην πενικιλλίνη ή σε περίπτωση που ο ασθενής ήταν αλλεργικός στην πενικιλλίνη. Η χρήση της περιορίστηκε με την εισαγωγή άλλων αντιμικροβιακών, όπως η μεθικιλλίνη, αλλά εντάθηκε ξανά με την εμφάνιση ορισμένων στελεχών του Σταφυλόκοκκου, όπως είναι ο ανθεκτικός στη μεθικιλλίνη Σταφυλόκοκκος χρυσίζων (MRSA).
Είναι σημαντικό να ελέγχεται το επίπεδο της βανκομυκίνης, διότι η αποτελεσματικότητά της εξαρτάται από τη διατήρηση των επιπέδων της στο αίμα σε μία ελάχιστη συγκέντρωση για όλο το χρονικό διάστημα της θεραπείας. Επιπλέον, θα πρέπει να αποφεύγονται υπερβολικά υψηλές συγκεντρώσεις βανκομυκίνης, επειδή σε υψηλά επίπεδα μπορεί να προκαλέσει σοβαρές παρενέργειες και ιδιαίτερα βλάβη στην ακοή (ωτοτοξικότητα) καθώς και βλάβη στο νεφρό (νεφροτοξικότητα). Η ποσότητα της βανκομυκίνης που χορηγείται ανά δόση εξαρτάται από ένα εύρος παραγόντων συμπεριλαμβανομένων της νεφρικής λειτουργίας, άλλων νεφροτοξικών φαρμάκων που ενδεχομένως λαμβάνει ο ασθενής, της ηλικίας και του σωματικού βάρους.
Όποιος έχει μειωμένη νεφρική λειτουργία δεν είναι σε θέση να απομακρύνει επαρκώς το φάρμακο από τον οργανισμό του, γεγονός που προκαλεί την αυξημένη συγκέντρωση του στο αίμα. Εάν σε κάποιον χορηγείται πολύ μικρή ποσότητα φαρμάκου και δε μπορεί να διατηρήσει μία επαρκή ελάχιστη δόση στο αίμα, τότε η θεραπεία του δεν είναι αποτελεσματική. Η εξέταση της βανκομυκίνης μπορεί να χρησιμοποιηθεί τότε για τον έλεγχο της ποσότητας του φαρμάκου στο αίμα προκειμένου να διασφαλιστεί ότι παραμένει σε θεραπευτική συγκέντρωση – επαρκή αλλά όχι υπερβολικά υψηλή.
Η βανκομυκίνη χορηγείται ενέσιμα (ενδοφλεβίως) για να θεραπεύσει λοιμώξεις όπως η σηψαιμία, η ενδοκαρδίτιδα, η λοίμωξη των οστών (οστεομυελίτιδα), κάποια είδη πνευμονιών καθώς και τη μηνιγγίτιδα. Αποτελεί, συνήθως, το φάρμακο επιλογής για τις λοιμώξεις που οφείλονται στα ανθεκτικά στη μεθικιλλίνη είδη των σταφυλόκοκκων, σταφυλόκοκκο τον επιδερμικό και σταφυλόκοκκο τον χρυσίζων,ειδικά όταν εμπλέκονται με εμφυτευμένες προσθετικές συσκευές, όπως είναι οι βαλβίδες της καρδιάς, τα τεχνητά ισχία και οι μόνιμοι καθετήρες. Η βανκομυκίνη μπορεί, επίσης, να χορηγηθεί για την πρόληψη λοιμώξεων (προφυλακτικά) σε ασθενείς που πρόκειται να υποβληθούν σε χειρουργικές και οδοντιατρικές επεμβάσεις. Η ενδοφλέβια χορήγηση βανκομυκίνης είναι απαραίτητη προκειμένου το φάρμακο να περάσει στην κυκλοφορία του αίματος επειδή η δια του στόματος λήψη της δεν απορροφάται επαρκώς. Η δια του στόματος βανκομυκίνη συνταγογραφείται για τη θεραπεία ορισμένων ανθεκτικών λοιμώξεων από Clostridiumdifficileκαι για λοιμώξεις που προκαλούνται στο γαστρεντερικό σύστημα, όπου δε χρειάζεται να γίνει απορρόφηση από την κυκλοφορία.
Πώς συλλέγεται το δείγμα;
Το δείγμα λαμβάνεται με σύριγγα από μία φλέβα του άνω άκρου.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Αν η υποβολή σε αυτές τις εξετάσεις, εσάς των ίδιων ή των δικών σας, σάς προκαλεί ανησυχία, ενόχληση ή αν ακόμα δυσκολεύεστε να διαχειριστείτε αυτή την κατάσταση, θα μπορούσατε να διαβάσετε ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω άρθρα: Coping with Test Pain Discomfort and Anxiety (Αντιμετωπίζοντας τον πόνο, τη δυσφορία και το άγχος των εξετάσεων), Tips on Blood Testing (Μικρές συμβουλές για τις εξετάσεις αίματος), Tips to Help Children through Their Medical Tests (Μικρές συμβουλές για να βοηθήσετε τα παιδιά να ανταπεξέλθουν στις ιατρικές εξετάσεις τους), και Tips to Help the Elderly through Their Medical Tests (Μικρές συμβουλές για να βοηθήσετε τους ηλικιωμένους να ανταπεξέλθουν στις ιατρικές εξετάσεις τους).
Ένα άλλο άρθρο, το Follow That Sample (Παρακολουθείστε αυτό το δείγμα), δίνει μια ιδέα για τη συλλογή και την επεξεργασία ενός δείγματος αίματος και μιας φαρυγγικής καλλιέργειας.
Χρειάζεται κάποια προετοιμασία για να διασφαλιστεί η ποιότητα του δείγματος;
Δε χρειάζεται κάποια προετοιμασία για την εξέταση, αλλά ο χρόνος λήψης του δείγματος είναι σημαντικός. Ακολουθήστε τις οδηγίες του γιατρού για τη συλλογή και ενημερώστε το εργαστήριο για το πότε ολοκληρώθηκε η τελευταία ενδοφλέβια δόση.