Πώς χρησιμοποιείται;
Οι εξετάσεις αντισωμάτων HIV και HIV (p24) χρησιμοποιούνται για την ανίχνευση και την διάγνωση λοιμώξεων από τον ιό HIV. Η έγκαιρη ανίχνευση και θεραπεία της λοίμωξης από τον ιό HIV και η παρακολούθηση του ανοσοποιητικού συστήματος μπορούν να βελτιώσουν μακροπρόθεσμα την υγεία και αυξήσουν το προσδόκιμο ζωής. Επίσης, εάν κάποιος/α γνωρίζει ότι έχει τον ιό HIV θα μπορεί να αλλάξει κάποιες συμπεριφορές οι οποίες είναι πιθανόν να θέσουν σε κίνδυνο τον εαυτό του/της αλλά και τους υπολοίπους.
Μαζικός Προσυμπτωματικός Έλεγχος
Μπορούν να χρησιμοποιηθούν διαφορετικοί τύποι εξετάσεων για τον μαζικό προσυμπτωματικό έλεγχο του HIV:
· Συνδυασμός των εξετάσεων που αφορούν τα αντισώματα HIV καθώς και του αντιγόνου HIV. Αυτή είναι η εξέταση επιλογή για τον ιό HIV. Γίνεται μόνο στο αίμα. Η συγκεκριμένη εξέταση ανιχνεύει το αντιγόνο HIV που ονομάζεται p24 και επιπλέον ανιχνεύει τα αντισώματα έναντι του HIV-1 και του HIV-2 (Ο HIV-1 είναι ο πιο διαδεδομένος τύπος που βρίσκεται στις Ηνωμένες Πολιτείες ενώ ο HIV-2 έχει υψηλότερο επιπολασμό σε μέρη της Αφρικής). Το επίπεδο του αντιγόνου p24 και η ποσότητα του ιού (ιικό φορτίο) αυξάνονται αρκετά σύντομα μετά την αρχική μόλυνση. Η εξέταση για το p24 επιτρέπει την ανίχνευση πρώιμων μολύνσεων πριν από την παραγωγή του αντισώματος HIV. Λίγες εβδομάδες μετά την έκθεση, παράγονται αντισώματα κατά του HIV σε απόκριση της μόλυνσης και παραμένουν ανιχνεύσιμα στο αίμα και μετά, καθιστώντας έτσι την εξέταση των αντισωμάτων χρήσιμη για την ανίχνευση λοιμώξεων αρκετές εβδομάδες μετά την έκθεση. Ο συνδυασμός της εξέτασης που αφορά την ανίχνευση αντισωμάτων και αντιγόνου, αυξάνει την πιθανότητα ανίχνευσης της λοίμωξης αμέσως μετά την έκθεση. Αυτές οι εξετάσεις μπορούν να ανιχνεύσουν λοιμώξεις από τον ιό HIV συνήθως εντός 2 - 6 εβδομάδων μετά την έκθεση.
· Εξέταση των αντισωμάτων HIV. Όλες οι εξετάσεις αντισωμάτων HIV που χρησιμοποιούνται στις ΗΠΑ ανιχνεύουν τον HIV-1 αλλά έχουν αναπτυχθεί και εξετάσεις που μπορούν επίσης να εντοπίσουν και τον HIV-2. Αυτές οι εξετάσεις είναι διαθέσιμες με τη μορφή αιματολογικών εξετάσεων ή με τη μορφή εξετάσεων στο σίελο. Οι εξετάσεις αντισωμάτων HIV μπορούν να ανιχνεύσουν λοιμώξεις στους περισσότερους ανθρώπους 3 - 12 εβδομάδες μετά την έκθεση.
· Εξέταση του αντιγόνου p24. Χρησιμοποιείται στις σπάνιες περιπτώσεις όπου υπάρχει κάποια παρεμβολή στον προσδιορισμό των αντισωμάτων HIV.
Υπάρχουν διάφοροι τρόποι με τους οποίους κάποιος μπορεί να κάνει έλεγχο για τον ιό HIV:
· Με δείγμα αίματος ή ένα δείγμα σιέλου λαμβάνεται είτε στο ιατρείο είτε στη κλινική και αποστέλλεται σε εργαστήριο για ανάλυση. Τα διαγνωστικά κέντρα παρέχουν ανωνυμία για την εξέταση του HIV.
· Σε περίπτωση ανάγκης είναι διαθέσιμη μία γρήγορη εξέταση στην οποία τα αποτελέσματα παράγονται σε 20 λεπτά ή και λιγότερο.
· Ένα κιτ συλλογής κατοικιών είναι διαθέσιμο και το οποίο επιτρέπει σε ένα άτομο να πάρει δείγμα στο σπίτι και στη συνέχεια να το ταχυδρομήσει σε ένα κέντρο εξετάσεων. Τα αποτελέσματα είναι διαθέσιμα μέσω τηλεφώνου, μαζί με την κατάλληλη παροχή συμβουλών.
· Μια εξέταση στο σπίτι για τον ιό HIV υπάρχει η οποία χρησιμοποιεί ένα σιαλικό δείγμα και τα αποτελέσματα είναι διαθέσιμα σε περίπου 20 λεπτά. Η εξέταση στο σπίτι έχει δύο περιορισμούς: 1) ο έλεγχος μέσω του σιαλικού υγρού είναι λιγότερο ακριβής σε σχέση με μια εξέταση αίματος, καθώς κάποιες περιπτώσεις HIVμπορεί να μην ανιχνευθούν σε σχέση με μια αιματολογική εξέταση η οποία μπορεί να τις ανιχνεύσει, και 2) η εξέταση στο σπίτι δεν είναι τόσο ακριβής, όταν εκτελείται στο σπίτι από το ίδιο το άτομο σε σχέση με το αν εκτελεστεί από έναν ειδικευμένο επαγγελματία. Ωστόσο, η ευκολία που παρέχει η εξέταση στο σπίτι μπορεί να ενθαρρύνει αρκετούς οι οποίοι σε αντίθετη περίπτωση θα ήταν απρόθυμοι στο να πάνε σε οποιοδήποτε ιατρό ή κλινική προκειμένου να μάθουν την κατάσταση HIV τους.
Diagnosis
If any one of the above screening tests is positive, then it must be followed by a second test to establish a diagnosis. This second test is an antibody test that is different than the first test. If the second test does not agree with the first test, then a third test is performed that detects the genetic material (RNA) of the virus. An HIV RNA test will detect HIV in most people by 1-4 weeks of infection.
Διάγνωση
Εάν κάποια από τις παραπάνω εξετάσεις μαζικού προσυμπτωματικού ελέγχου είναι θετική, τότε μια δεύτερη εξέταση ακολουθείται προκειμένου να εξακριβωθεί η διάγνωση. Αυτή η δεύτερη εξέταση αποτελεί μια εξέταση αντισωμάτων η οποία είναι διαφορετική από την πρώτη εξέταση. Εάν η δεύτερη εξέταση δεν συμφωνεί με την πρώτη, τότε και μια τρίτη εξέταση εκτελείται η οποία ανιχνεύει το γενετικό υλικό (RNA) του ιού. Μια εξέταση HIV RNA θα ανιχνεύσει τον ιό HIV στους περισσότερους ανθρώπους κατά τις 1-4 εβδομάδες μόλυνσης.
Πότε συνταγογραφείται;
Αρκετοί οργανισμοί προτείνουν εξετάσεις για τον μαζικό προσυμπτωματικό έλεγχο του HIV:
· Τα Κέντρα Ελέγχου Ασθενειών (CDC), το Αμερικάνικο Κολλέγιο Παθολόγων και η Αμερικανική Υπηρεσία Προληπτικής Ιατρικής (USPSTF) συστήνουν να κάνουν την εξέταση όσοι είναι μεταξύ 13 και 64 ετών (ή 15 έως 65 ετών σύμφωνα με τον USPSTF). Οι εγκυμονούσες γυναίκες θα πρέπει να εξεταστούν για HIV τουλάχιστον μία φορά.
· Το CDC και το Αμερικανικό Κολέγιο Μαιευτήρων και Γυναικολόγων συνιστούν να εξετάζονται όλες οι εγκυμονούσες γυναίκες. Οι εξετάσεις μπορεί να χρειαστεί να επαναληφθούν και στο τρίτο τρίμηνο εγκυμοσύνης όταν η γυναίκα ανήκει στις ευπαθείς ομάδες.
· Η Αμερικανική Ακαδημία Παιδιατρικής συμβουλεύει ότι όλοι οι νέοι οι οποίοι είναι σεξουαλικά ενεργοί θα πρέπει να εξετάζονται, όπως επίσης και όλοι οι νέοι ηλικίας 16-18 ετών που ζουν σε περιοχές υψηλού κινδύνου (περιοχές όπου ζουν περισσότεροι από 1 στους 1.000 ανθρώπους με HIV) ανεξάρτητα από το σεξουαλικό προφίλ τους.
Για περισσότερες πληροφορίες όσον αφορά συμβουλές σχετικά με το μαζικό προσυμπτωματικό έλεγχο, μπορείτε να ανατρέξτε και στα άρθρα που αφορούν τους έφηβους, τους νέους ενήλικες, τους ενήλικες καθώς και τους ενήλικες 50 ετών και άνω.
Ο ετήσιος μαζικός προσυμπτωματικός έλεγχος συνιστάται στα άτομα τα οποία διατρέχουν υψηλό κίνδυνο για τον ιό HIV και συνιστάται όταν ένα άτομο:
· Είχε συνευρεθεί σεξουαλικά χωρίς προφυλακτικό με περισσότερους από έναν συντρόφους πριν και από την τελευταία εξέταση HIV
· Είναι άντρας και ο οποίος είχε σεξουαλική επαφή με ν άλλο άνδρα (το CDC προτείνει οι ομοφυλόφιλοι ή αμφιφυλόφιλοι άνδρες να κάνουν πιο συχνές εξετάσεις όπως κάθε 3 έως 6 μήνες.
· Έχει λάβει ενέσιμα ναρκωτικά με τη χορήγηση ενέσεων, και ειδικά όταν οι ενέσεις ή / άλλος εξοπλισμός που χρησιμοποίησε έχουν ξαναχρησιμοποιηθεί.
· Έχει σεξουαλική επαφή με αντάλλαγμα ναρκωτικά ή χρήματα.
· Έχει σεξουαλικό σύντροφο ο οποίος είναι θετικός στον HIV.
· Είχε σεξουαλική επαφή με κάποιον που εμπίπτει σε μία από τις παραπάνω κατηγορίες που αναφέρθηκαν ή δεν είναι σίγουρος για τις σεξουαλικές προτιμήσεις του συντρόφου του.
Ορισμένα άτομα θα πρέπει τουλάχιστον μία φορά να υποβληθούν σε εξέταση, ακόμη και αν δεν είναι μεταξύ των ηλικιών 13 και 64 ετών. Τέτοιου είδους άτομα είναι:
· Άτομα που διαγνώστηκαν με ηπατίτιδα Β ή ηπατίτιδα C, φυματίωση (TB) ή σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα (STD).
· Άτομα τα οποία υποβλήθηκαν σε μετάγγιση αίματος πριν από το 1985 ή ο σύντροφος που είχαν είχε υποβληθεί σε μετάγγιση αίματος και στη διαγνώστηκε θετικός για τον ιό HIV.
· Εργαζόμενοι στην υγειονομική περίθαλψη ο οποίοι ήρθαν σε άμεση έκθεση με το αίμα στη δουλειά τους.
· Κάθε άτομο που φοβάται ότι μπορεί να έχει εκτεθεί,
Τι σημαίνει το αποτέλεσμα της εξέτασης;
Μια αρνητική εξέταση για αντιγόνο ΗIV και / ή αντισωμάτων ΗIVσυνήθως υποδεικνύει ότι το άτομο δεν έχει μολυνθεί. Μια αρνητική εξέταση ωστόσο, υποδεικνύει μόνο πως κατά τη διάρκεια της εξέτασης δεν υπάρχουν ενδείξεις ασθένειας. Είναι σημαντικό τα άτομα που διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο μόλυνσης από τον ιό HIV να διενεργούν εξετάσεις σε ετήσια βάση προκειμένου να ελέγξουν μια πιθανή έκθεση στον ιό.
Οι εξετάσεις HIV που ανιχνεύουν μόνο αντισώματα HIVδεν μπορούν να ανιχνεύσουν επίσης και εάν υπάρχει μόλυνση από τον HIV αμέσως μετά την έκθεση. Οι περισσότεροι άνθρωποι παράγουν ανιχνεύσιμα επίπεδα αντισωμάτων σε διάστημα από 3 έως και 12 εβδομάδες μετά την έκθεση. Εάν κάποιος εξεταστεί για αντισώματα HIV πολύ νωρίς, το αποτέλεσμα μπορεί να είναι αρνητικό, παρά το γεγονός ότι το άτομο ενδέχεται να είναι μολυσμένο (ψευδώς αρνητικό). Εάν η εξέταση αντισωμάτων HIV είναι αρνητική, αλλά η υποψία έκθεσης παραμένει υψηλή, τότε μπορεί να χρειαστεί να επαναληφθεί ο έλεγχος χρησιμοποιώντας την εξέταση αίματος αντιγόνου / αντισωμάτων HIV.
Αν κάποιος εξεταστεί θετικά τόσο στην αρχική εξέταση όσο και στις συμπληρωματικές εξετάσεις μαζικού προσυμπτωματικού ελέγχου, τότε αυτό το άτομο θεωρείται ότι έχει μολυνθεί από τον ιό HIV.
Το CDC συνιστά τη χρήση ενός νέου πρωτοκόλλου εξετάσεων για την ανίχνευση και τη διάγνωση της λοίμωξης από τον HIV. Παρακάτω παρατίθενται τα βήματα καθώς και η σημασία των αποτελεσμάτων των εξετάσεων:
• Αρχικά προβείτε σε έναν προσυμπτωματικό έλεγχο σχετικά με τη λοίμωξη για τον HIV χρησιμοποιώντας έναν συνδυασμό εξετάσεων αντιγόνου / αντισωμάτων HIV. Στη συνέχεια,
• επαληθεύστε με μια δεύτερη εξέταση αντισωμάτων HIV η οποία παρέχει διαφορική διάγνωση μεταξύ του HIV-1 και του HIV-2.
• εάν τα αποτελέσματα της πρώτης και της δεύτερης εξέτασης δεν συμπίπτουν, τότε η επόμενη εξέταση που πρέπει να εκτελεστεί είναι μια εξέταση RNA του HIV-1 (εξέταση ενίσχυσης νουκλεϊκού οξέος, NAAT). Εάν το HIV-1 RNA είναι θετικό, τότε η εξέταση θεωρείται θετική.
Δύο εξετάσεις οι οποίες χρησιμοποιούνταν για τη εξέταση της ανίχνευσης HIV, HIV-1 Western blot και HIV-1 ανοσοφθορισμός, δεν μπορούν να συμπεριληφθούν στο νέο αυτό πρωτόκολλο και δεν θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν καθώς οι εξετάσεις ανιχνεύουν αντισώματα πολύ μετά τη μόλυνση (περίπου 28 ημέρες) δίνοντας πιθανώς ψευδώς αρνητικό αποτέλεσμα.
Είναι απαραίτητη κάποια προετοιμασία για την εξασφάλιση της ποιότητας του δείγματος;
Καμία προετοιμασία δεν απαιτείται.