Τι εξετάζεται;
Ο έλεγχος αφορά τον εντοπισμό της παρουσίας του βακτηρίου (Neisseria gonorrhoeae), το οποίο προκαλεί τη σεξουαλικώς μεταδιδόμενη νόσο γονόρροια. Το Κέντρο ελέγχου και Πρόληψης ασθενειών (CDC) εκτιμά ότι περισσότεροι από 700.000 άνθρωποι στις ΗΠΑ προσβάλλονται από το βακτήριο αυτό κάθε χρόνο αλλά μόνο οι μισές περιπτώσεις αναφέρονται στο CDC. Στις ΗΠΑ τα συχνότερα κρούσματα απαντώνται σε σεξουαλικά ενεργούς εφήβους, νεαρούς ενήλικους και αφροαμερικανούς.
Η γονόρροια μεταδίδεται γενικά διαμέσου της σεξουαλικής επαφής (στοματικής, κολπικής και πρωκτικής) από ένα μολυσμένο σύντροφο. Η μητέρα μπορεί να μεταδώσει τη λοίμωξη στο νεογνό κατά την διάρκεια του τοκετού. Τα συμπτώματα των νεογνών είναι η επιπεφυκίτιδα, η πνευμονία καθώς και λοιμώξεις οι οποίες αναπτύσσονται 5 - 12 ημέρες μετά τη γέννηση. Άλλες επιπλοκές στα βρέφη μπορεί να είναι οι λοιμώξεις των ματιών, οι οποίες, αν δεν θεραπευτούν μπορεί να προκαλέσουν τύφλωση.
Η πλειοψηφία των αντρών με γονόρροια θα εμφανίσουν συμπτώματα, σε αντίθεση με τις περισσότερες γυναίκες που δεν θα εμφανίσουν ή θα παρερμηνεύσουν τα συμπτώματα αυτά, αποδίδοντας τα σε κυστίτιδες ή κολπικές λοιμώξεις. Στους άντρες τα συμπτώματα εμφανίζονται 2 - 5 ημέρες από την στιγμή της μόλυνσης αλλά μπορεί να διαρκέσουν έως και 30 ημέρες. Οι γυναίκες εμφανίζουν συμπτώματα μέσα σε 10 ημέρες μετά από την μόλυνση.
Η γονόρροια μπορεί να θεραπευτεί με μία σειρά αντιβιοτικών. Εάν δεν ακολουθηθεί θεραπευτική αγωγή, μπορεί να προκαλέσει επιπλοκές σε γυναίκες, άντρες και βρέφη. Στους προσβεβλημένους άντρες που δεν ακολουθούν θεραπευτική αγωγή, η γονόρροια μπορεί να οδηγήσει σε:
· Λοίμωξη του προστάτη αδένα.
· Σχηματισμό ουλής στην ουρήθρα, πιθανώς στενεύοντάς την ή κλείνοντάς την.
Στις γυναίκες που δεν ακολουθούν θεραπευτική αγωγή η γονόρροια μπορεί να οδηγήσει σε:
· Πυελική φλεγμονώδη νόσο (PID), η οποία μπορεί να εμφανιστεί πολλές ημέρες ή αρκετούς μήνες μετά τη μόλυνση. Εάν δεν ακολουθηθεί φαρμακευτική αγωγή, η PID μπορεί να προκαλέσει υπογονιμότητα.
· Χρόνιες ανωμαλίες στον κύκλο έμμηνου ρύσεως.
· Φλεγμονή στο ενδομήτριο μετά τον τοκετό.
· Αποβολές.
· Κυστίτιδα.
Περίπου το 1% των ατόμων με γονόρροια μπορεί να αναπτύξει εκτεταμένη γονοκοκκική λοίμωξη (DGI), λόγω εξάπλωσης του βακτηρίου σε όργανα εκτός γεννητικού συστήματος. Τα συμπτώματα της DGI περιλαμβάνουν πυρετό, πολλές δερματικές κακώσεις, επίπονο οίδημα των αρθρώσεων (γονοκοκκική αρθρίτιδα), λοίμωξη του ενδομητρίου της καρδιάς και λοίμωξη των μεμβρανών (μηνίγγων) που καλύπτουν τον εγκέφαλο και την σπονδυλική στήλη (μηνιγγίτιδα). Άλλα συμπτώματα της DGIείναι αυτά που σχετίζονται με αρθρίτιδα, μηνιγγίτιδα και σηψαιμία (βακτηριαιμία). Η εκτεταμένη γονοκοκκική λοίμωξη (DGI) μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά με αντιβιοτικά παρόμοια με αυτά που χρησιμοποιούνται στην γονοκοκκική λοίμωξη που περιορίζεται στο γεννητικό σύστημα.
Παρ’ όλα αυτά, τα ανθεκτικά στα αντιβιοτικά στελέχη της γονόρροιας αποτελούν ανερχόμενη απειλή. Προσφάτως, το CDC συνέστησε διπλή θεραπεία με κεφαλοσπορίνες (προτιμάται το ceftriaxone) είτε αλιθρομυκίνη ή δοξοκυκλίνη για τη θεραπεία όλων των γονοκοκκικών λοιμώξεων χωρίς επιπλοκές μεταξύ ενηλίκων και εφήβων στις ΗΠΑ. Ένα νέο στέλεχος της γονόρροιας είναι ανθεκτικό στην κεφαλοσπορίνη. Γεγονός που αποτελεί μία απειλή για τα άτομα που έχουν προσβληθεί από τα αντίστοιχα στελέχη. Κάποιες φορές τα συμπτώματα δεν υποχωρούν μετά τη θεραπεία. Ο γιατρός ίσως χρειαστεί να προχωρήσει σε περαιτέρω εξετάσεις και έτσι ένας έλεγχος ευαισθησίας μπορεί να χρειαστεί να πραγματοποιηθεί.
Πιο εκτεταμένη χρήση σύγχρονων τεχνικών, που δε βασίζονται στην εργαστηριακή καλλιέργεια, όπως η NAAT και άλλοι μοριακοί έλεγχοι, καθιστά δύσκολο για τα εργαστήρια να πραγματοποιήσουν τεχνικές καλλιέργειας για τον γονόκοκκο, οι οποίες απαιτούνται για έλεγχο ευαισθησίας στα αντιβιοτικά (προτιμούνται δηλαδή μοριακοί έλεγχοι). Προς το παρόν, ο μόνος αξιόπιστος έλεγχος ευαισθησίας γίνεται μέσω της εργαστηριακής καλλιέργειας.
Πως γίνεται η δειγματοληψία;
Πολλά διαφορετικά είδη δειγμάτων μπορούν να χρησιμοποιηθούν, αλλά δε μπορούν όλα τα εργαστήρια να ελέγξουν όλα τα δείγματα. Ο γιατρός μπορεί να χρησιμοποιήσει στυλεό για να συλλέξει το δείγμα, δηλαδή έκκριμα από την επιμολυσμένη περιοχή, όπως την ουρήθρα, το πέος, ο πρωκτός, ο λαιμός, ο τράχηλος και ο κόλπος. Πολλοί γιατροί θα πάρουν δείγμα από περισσότερες από μία περιοχές για να αυξήσουν την πιθανότητα εντοπισμού του μικροβίου. Κάποιες φορές ένα κολπικό δείγμα μπορεί να συλλεχθεί από τη γυναίκα με στυλεό (από το ίδιο το άτομο). Δείγμα πρώτου πρωινού ούρου συλλέγεται σε ουροσυλλέκτες, που προμηθεύονται οι ασθενείς από το γιατρό ή το εργαστήριο.
Χρειάζεται κάποια προετοιμασία που θα εξασφαλιστεί η ποιότητα του δείγματος;
Ενημερώστε τον γιατρό σας για χρήση αντιβιοτικών (ή αν είστε γυναίκα) για κολπικές πλύσεις ή χρήση κολπικών αλοιφών μέσα σε 24 ώρες πριν την εξέταση, καθώς μπορούν να επηρεάσουν τα αποτελέσματα. Μπορεί να σας ζητηθεί να περιμένετε μία με δύο ώρες μετά την τελευταία ούρηση πριν συλλεχθεί το δείγμα. Ακολουθήστε την οποιανδήποτε οδηγία σας ζητηθεί.