Αμινογλυκοσίδες

Επίσης γνωστό ως: [Μερικές φορές αναφέρονται με το εμπορικό τους όνομα (βλέπε MedlinePlus Drug Information)]
Επιστημονική ονομασία: Γενταμυκίνη, Τομπραμυκίνη, Αμικασίνη
Σχετικές εξετάσεις:

Πώς γίνεται;

Η εξέταση αυτή πραγματοποιείται στο αίμα με σκοπό να προσδιοριστούν τα επίπεδατων χορηγούμενων αντιβιοτικών αμινογλυκοσίδης όπως είναι η αμικασίνη, η γενταμυκίνη ή η τομπραμυκίνη. Τα φάρμακα αυτά χορηγούνται για τη θεραπεία σοβαρών βακτηριακών λοιμώξεων. Η εξέταση χρησιμοποιείται για να διασφαλιστεί ότι τα επίπεδα του φαρμάκου στο αίμα είναι επαρκή για τη θεραπεία της λοίμωξης, αλλά όχι τόσο υψηλά ώστε να αυξήσουν τον κίνδυνο παρενεργειών.

Οι μετρήσεις των επιπέδων των φαρμάκων αυτών γίνονται σε συγκεκριμένους χρόνους έτσι ώστε να ρυθμίζονται σωστά η υψηλότερη και η χαμηλότερη συγκέντρωση του φαρμάκου. Αυτά τα επίπεδα χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση της δοσολογίας και της κάθαρσης του φαρμάκου.

Σε ορισμένες περιπτώσεις, η δόση του φαρμάκου δίνεται μόνο μία φορά κάθε 24 -48 ώρες (καλείται δόση παλμού – pulsedosing). Για να εξασφαλιστεί επαρκής δοσολογία, πραγματοποιείται εξέταση των επιπέδων του φαρμάκου σε δείγμα που λαμβάνεται 8-12 μετά τη δόση.

Τα επίπεδα του φαρμάκου στο αίμα χρησιμοποιούνται από κλινικούς φαρμακοποιούς και  γιατρούς για τον υπολογισμό των ρυθμών απορρόφησης και κάθαρσης του φαρμάκου. Tα αποτελέσματα αυτά χρησιμοποιούνται στη συνέχεια για να υπολογιστεί η κατάλληλη δόση του φαρμάκου και να καθοριστεί η κατάλληλη χρονική διάρκεια μεταξύ των δόσεων έτσι ώστε να εξασφαλιστεί ότι η συγκέντρωση του φαρμάκου στο αίμα είναι επαρκής για τη θεραπεία της λοίμωξης, αλλά δεν είναι και τόσο υψηλή ώστε να αυξήσει τον κίνδυνο των τοξικών παρενεργειών. Για πρόσθετες πληροφορίες σχετικά με το πώς χρησιμοποιείται η εξέταση, βλέπε το «Θεραπευτική Παρακολούθηση Φαρμάκων».

Πότε ζητείται;
Σε γενικές γραμμές, τα επίπεδα των αμινογλυκοσιδών παρακολουθούνται στο αίμα μόνο όταν ορισμένοι παράγοντες το απαιτούν. Για παράδειγμα, αιτίες παρακολούθησης είναι η ηλικία του ατόμου, η λειτουργία των νεφρών, η γενική του υγεία, καθώς και η παρουσία άλλων υποκείμενων παθήσεων ή συμπτώματα τοξικότητας. Λόγοι παρακολούθησής τους είναι επίσης η διάρκεια της θεραπείας και το χρησιμοποιούμενο πρωτόκολλο δοσολογίας.

Όταν απαιτείται η χορήγηση του αντιβιοτικού για παρατεταμένο διάστημα (πάνω από 7 ημέρες) απαιτείται η παρακολούθηση του ασθενούς. Συνήθως ζητούνται εξετάσεις όταν χορηγούνται πάνω από 2 έως 4 δόσεις αμινογλυκοσιδών και όταν αναμένεται να έχουν φτάσει σε ένα σχετικά σταθερό επίπεδο στο αίμα (σταθερή κατάσταση). Τότε τα επίπεδα του φαρμάκου μετρούνται κάθε 2 έως 3 ημέρες καθώς και όποτε μεταβάλλεται η ποσότητα ή ο χρόνος της δόσης καθώς και σε οποιαδήποτε αλλαγή στη λειτουργία των νεφρών.

Οι ασθενείς που λαμβάνουν αμινογλυκοσίδη για μεγάλο χρονικό διάστημα θα πρέπει να παρακολουθούν τα επίπεδα του φαρμάκου όταν η διάρκεια της θεραπείας είναι μεγαλύτερη από 3 ημέρες. Δεν μπορεί να σταθεροποιηθεί το φάρμακο με αυτόν τον τρόπο χορήγησης. Τυπικά, για την εξέταση λαμβάνεται ένα τυχαίο δείγμα ενός 8 έως 12 ωρών μετά τη δόση.

Σε βαρέως πάσχοντες ανθρώπους, τα επίπεδα του φαρμάκου πρέπει να προσδιορίζονται  αμέσως μετά την πρώτη δόση (μέγιστη συγκέντρωση).

Εξετάσεις που αξιολογούν τη λειτουργία των νεφρών, όπως η εξέταση κρεατινίνης, γίνονται συνήθως σε τακτά χρονικά διαστήματα. Συχνότερη παρακολούθηση των επιπέδων των αμινογλυκοσιδών πραγματοποιείται συνήθως στους ασθενείς με διαταραγμένη νεφρική λειτουργία (νεφρική ανεπάρκεια) καθώς και σε εκείνους που βρίσκονται σε αυξημένο κίνδυνο τοξικών παρενεργειών, όπως αυτοί  που λαμβάνουν φάρμακα που επηρεάζουν αρνητικά την ακοή και τα νεφρά (ωτοτοξικά ή νεφροτοξικά).

Τι σημαίνει το αποτέλεσμα της εξέτασης;

Όταν χορηγηθούν αμινογλυκοσίδες, το επίπεδο τους στο αίμα αυξάνεται μέχρι μία μέγιστη συγκέντρωση και στη συνέχεια πέφτει με το χρόνο σε μια χαμηλότερη (κατώτερη) συγκέντρωση. Αρκετές φορές τα φάρμακα χορηγούνται με τέτοιο τρόπο ώστε η επόμενη δόση να δοθεί αμέσως μετά την πτώση των επιπέδων τους. Ο στόχος είναι να υπάρχει επαρκή ποσότητα του φαρμάκου σε κάθε δόση για να διατηρηθεί ένα ικανό θεραπευτικό επίπεδο που θα θανατώσει όλα τα βακτήρια που προκαλούν τη λοίμωξη. Η ποσότητα που χορηγείται και το διάστημα που θα μεσολαβήσει μεταξύ των δόσεων θα πρέπει να δώσει στο σώμα αρκετό χρόνο για να αποβάλλει το μεγαλύτερο μέρος του φαρμάκου από την προηγούμενη δόση πριν δοθεί η επόμενη προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος των επιπλοκών αλλά και να διατηρείται ένα ικανό θεραπευτικό επίπεδο στο αίμα.

Όταν η χορήγηση του φαρμάκου γίνεται σε ενδιάμεσες παύσεις και το κατώτατο επίπεδο του φαρμάκου είναι κάτω από το επίπεδο - στόχο αυτό ο ασθενής  αποβάλλει ικανοποιητικά το φάρμακο.

Όταν το μέγιστο επίπεδο του φαρμάκου είναι εντός του θεραπευτικού εύρους υπάρχει επαρκή και αποτελεσματική ποσότητα του φαρμάκου στο αίμα. Το επίπεδο στόχος εξαρτάται από το είδος της λοίμωξης και το προσβεβλημένο όργανο. Όταν η μέγιστη συγκέντρωση είναι κάτω από ανώτατο επιτρεπτό επίπεδο ο ασθενής διατρέχει πολύ μικρό κίνδυνο ανάπτυξης τοξικών παρενεργειών, αν και μπορεί να έχει κάποιες επιπλοκές.

Εάν η τόσο η χαμηλότερη ή και η μέγιστη συγκέντρωση του αντιβιοτικού είναι πάνω από το μέγιστο επίπεδο, τότε το άτομο διατρέχει αυξημένο κίνδυνο τοξικότητας και ο γιατρός θα χρειαστεί να αλλάξει είτε τη δόση είτε το πρόγραμμα δοσολογίας.

Σε περίπτωση «μακροπρόθεσμου» σχήματος, τα αποτελέσματα των εξετάσεων βοηθούν τον γιατρό να αποφασίσει για το χρόνο της επόμενης δόσης.  Σε γενικές γραμμές, εάν τα επίπεδα στο αίμα είναι κινούνται στο ελάχιστο όριο, ο γιατρός μπορεί να ζητήσει τη χορήγηση του φαρμάκου κάθε 24 ώρες, ενώ αν τα επίπεδα είναι βρίσκονται στο μέγιστο όριο (το φάρμακο αποβάλλεται πιο αργά), ο γιατρός μπορεί να περιμένει έως 48 ώρες πριν δώσει την επόμενη δόση.

Σε περίπτωση  που το μολυσμένο άτομο  δεν ανταποκρίνεται στη θεραπεία, ο γιατρός μπορεί είτε να συνεχίσει τη χορήγηση του φαρμάκου για μεγάλο χρονικό διάστημα ή να εξετάσει άλλες επιλογές θεραπείας.

Υπάρχει κάτι άλλο που πρέπει να γνωρίζω;    

Οι ενδοφλέβιες δόσεις των αμινογλυκοσιδών δίνονται αργά για περίπου 30 λεπτά.

Άλλες μορφές των αμινογλυκοσιδών, όπως οι οφθαλμικές σταγόνες, οι ωτικές σταγόνες, και τα εισπνεόμενα φάρμακα, μπορεί να χρησιμοποιηθούν για τη θεραπεία συγκεκριμένων τύπων λοιμώξεων. Δεν χρειάζεται παρακολούθηση  σε αυτές τις περιπτώσεις.

Η πρώτη αμινογλυκοσίδη, η στρεπτομυκίνη, αναπτύχθηκε στη δεκαετία του 1940 και χρησιμοποιήθηκε επιτυχώς για τη θεραπεία της φυματίωσης. Η χρήση της μειώθηκε μετά την εισαγωγή άλλων αμινογλυκοσιδών.

Οι αμινογλυκοσίδες απομακρύνονται από το σώμα μέσω των νεφρών, οπότε και οι δόσεις τους προσαρμόζονται στη λειτουργία των νεφρών γεγονός που ελέγχεται με εργαστηριακές εξετάσεις όπως είναι η εξέταση κρεατινίνης ή η κάθαρση κρεατινίνης οι οποίες επαναλαμβάνονται μετά κατά διαστήματα.

Ο κίνδυνος τοξικότητας είναι αυξημένος σε άτομα που λαμβάνουν άλλα φάρμακα που επηρεάζουν  την ακοή και τα νεφρά, όπως ορισμένα διουρητικά, συγκεκριμένα  η φουροσεμίδη, ή τα NSAIDS (μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα), όπως η ιβουπροφαίνη ή η ναπροξένη, ή άλλα αντιβιοτικά όπως η βανκομυκίνη.

Λόγω της πιθανότητας επιπλοκών, δοσολογία για παρατεταμένο χρονικό διάστημα  δεν συνίσταται σε άτομα που:

· Είναι ηλικιωμένοι (άνω των 70 ετών περίπου)

·         Είναι έγκυες ή έχουν γεννήσει πρόσφατα

·         Έχουν νεφρική ανεπάρκεια ή προϋπάρχουσα ασθένεια των νεφρών

·          Έχουν σοβαρή ασθένεια του ήπατος

·          Έχουν εκτεταμένα εγκαύματα

·          Έχουν κυστική ίνωση

·          Έχουν ιστορικό μειωμένης ακοής ή/ και απώλεια της ισορροπίας


Τροποποιήθηκε τελευταία φορά08.01.2014