Είναι σημαντικό να παρακολουθείται η συγκέντρωση των αμινογλυκοσιδών, επειδή η αποτελεσματικότητα τους εξαρτάται από το επαρκές επίπεδό τους στο αίμα. Επιπλέον, οι αμινογλυκοσίδες συνδέονται με σοβαρές τοξικές παρενέργειες, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται βλάβες στην ακοή και/ή την ισορροπία (ωτοτοξικότητα) και η οξεία νεφρική βλάβη (νεφροτοξικότητα). Η νεφρική βλάβη είναι συνήθως αναστρέψιμη, αλλά η ακοή και/ ή απώλεια ισορροπίας είναι συχνά μόνιμες. Αν και οι επιπλοκές αυτές μπορεί να εμφανιστούν ανά πάσα στιγμή, ο κίνδυνος να συμβεί κάτι τέτοιο είναι μεγαλύτερος όταν τα επίπεδά του φαρμάκου στο αίμα είναι αυξημένα, γεγονός που υποδηλώνει ότι το φάρμακο δεν απομακρύνεται από το αίμα με σταθερό ρυθμό όταν χορηγείται για εκτεταμένη χρονική περίοδο.
Οι αμινογλυκοσίδες δεν απορροφώνται καλά από το πεπτικό σύστημα, έτσι κανονικά χορηγούνται είτε μέσω μιας βελόνας σε μια φλέβα (ενδοφλεβίως, IV) ή με ένεση σε μυ (ενδομυϊκά, ΙΜ). Χορηγούνται είτε σε διαστήματα 8 - 12 ωρών είτε με μία μεγάλη ημερήσια δόση (κάθε 24 έως 48 ώρες). Η ποσότητα της χορηγούμενης αμινογλυκοσίδης ανά δόση εξαρτάται από πολλούς παράγοντες συμπεριλαμβανομένων τη λειτουργία των νεφρών, άλλων φαρμάκων που λαμβάνει ο ασθενής καθώς και την ηλικία και το βάρος.
Όταν το φάρμακο χορηγείται για κάποιο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα η παρακολούθηση του φαρμάκου περιλαμβάνει την εκτίμηση της μέγιστης συγκέντρωσής του αμέσως μετά από τη χορηγούμενη δόση (ονομάζεται μέγιστο επίπεδο) και της ελάχιστης συγκέντρωσής του πριν την επόμενη δόση που χορηγείται (ονομάζεται ελάχιστο επίπεδο). Ανάλογα με τα αποτελέσματα, η δόση του φαρμάκου μπορεί να αυξηθεί ή να μειωθεί. Για παράδειγμα, σε ένα άτομο με μειωμένη νεφρική λειτουργία μπορεί να μην είναι σε θέση να απομακρυνθεί το φάρμακο αποτελεσματικά από τον οργανισμό του, με αποτέλεσμα την αυξημένη συγκέντρωση του στο αίμα. Σε αυτή την περίπτωση ρυθμίζεται μικρότερη δόση ή το φάρμακο χορηγείται λιγότερο συχνά. Από την άλλη πλευρά, εάν τα επίπεδα του φαρμάκου κυμαίνονται στο ελάχιστο επαρκές επίπεδο η θεραπεία δεν θα είναι αποτελεσματική.
Όταν το φάρμακο χορηγείται για παρατεταμένο χρονικό διάστημα, η εξέταση πρέπει να γίνεται 8-12 ώρες μετά τη χορήγηση.
Οι αμινογλυκοσίδες μερικές φορές χορηγούνται μόνες και άλλες φορές σε συνδυασμό με άλλα αντιβιοτικά. Σε αυτή την περίπτωση η παρακολούθηση των επιπέδων τους στο αίμα είναι ιδιαίτερα σημαντική καθώς η παρουσία των άλλων φαρμάκων μπορεί να επηρεάσει την ικανότητα του οργανισμού να επεξεργάζεται (μεταβολίζει) και να απομακρύνει το φάρμακο.
Πώς συλλέγεται το δείγμα;
Το δείγμα αίματος λαμβάνεται με σύριγγα από μία φλέβα στο χέρι σας.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Αν η υποβολή σε αυτές τις εξετάσεις εσάς των ίδιων ή των δικών σας προκαλεί ανησυχία, ενόχληση ή ακόμα δυσκολεύεστε να διαχειριστείτε αυτή την κατάσταση, θα μπορούσατε να διαβάσετε ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω άρθρα: Coping with Test Pain Discomfort and Anxiety (Αντιμετωπίζοντας τον πόνο στο στήθος τη δυσφορία και το άγχος), Tips on Blood Testing (Μικρές συμβουλές για τις εξετάσεις αίματος), TipstoHelpChildrenthroughTheirMedicalTests(Μικρές συμβουλές για να βοηθήσετε τα παιδιά να ανταπεξέλθουν στις ιατρικές εξετάσεις τους), και Tips to Help the Elderly through Their Medical Tests (Μικρές συμβουλές για να βοηθήσετε τους ηλικιωμένους να ανταπεξέλθουν στις ιατρικές εξετάσεις τους).
Ένα άλλο άρθρο, FollowThatSample(Παρακολουθείστε αυτό το δείγμα), δίνει μια ιδέα για τη συλλογή και την επεξεργασία ενός δείγματος αίματος και φαρυγγικού επιχρίσματος.
Χρειάζεται κάποια προετοιμασία για να εξασφαλιστεί η ποιότητα του δείγματος;
Δεν είναι απαραίτητη κάποια προετοιμασία, αλλά ο σωστός προσδιορισμός του χρόνου δειγματοληψίας είναι πολύ σημαντικός για την εξέταση. Όταν το αντιβιοτικό χορηγείται για παρατεταμένο χρονικό διάστημα, τα κατώτερα επίπεδα του προσδιορίζονται ακριβώς πριν την χορήγηση της επόμενης δόσης αμινογλυκοσίδης Αντίθετα τα υψηλότερα επίπεδα του προσδιορίζονται περίπου 30 λεπτά μετά την ολοκλήρωση της ενδοφλέβιας χορήγησης ή 60 λεπτά μετά από την ενδομυϊκή χορήγηση. Όταν το χρονικό διάστημα μεταξύ των δόσεων είναι πολύ μεγάλο τότε ο χρόνος δειγματοληψίας είναι κάθε φορά διαφορετικός (8-12 ώρες μετά τη δόση), αλλά ο χρόνος λήψης της τελευταίας δόσης και δείγματος θα πρέπει να καταγράφεται και να συγκρίνεται. Ακολουθήστε τις οδηγίες του γιατρού για σωστή δειγματοληψία. Είναι χρήσιμο να ενημερώνεται κάθε φορά το εργαστήριο για το πότε χορηγήθηκε η τελευταία δόση φαρμάκου.