Πώς χρησιμοποιείται;
Για να προσδιοριστεί ο αυξημένος ρυθμός οστικού μεταβολισμού (απορρόφησης και/ή σχηματισμού) εκτελούνται μια ή περισσότερες εξετάσεις οστικών δεικτών. Οι οστικοί δείκτες συμπληρώνουν την εξέταση οστικής πυκνότητας (π.χ. BMD, τομογραφία DEXA) για να βοηθήσουν στην αξιολόγηση της οστικής απώλειας και στη διάγνωση κάποιων παθολογικών καταστάσεων των οστών. Χρησιμοποιούνται συχνά για την παρακολούθηση της ανταπόκρισης σε θεραπεία ενάντια στην οστική απορρόφηση σε διάφορες παθολογικές καταστάσεις, κυρίως στην οστεοπόρωση καθώς και για να βοηθήσουν το γιατρό να προσδιορίσει αν η φαρμακευτική δόση είναι αποτελεσματική για τον ασθενή.
Οι εξετάσεις αυτές ανιχνεύουν την ανταπόκριση των θεραπειών ενάντια στην οστική απορρόφηση ή στην οστική παραγωγή νωρίτερα από τις απεικονιστικές εξετάσεις οστικής μάζας (τρεις έως έξι μήνες αντί για ένα με δύο χρόνια). Έτσι η θεραπεία του ασθενή μπορεί να προσαρμοστεί ή να τροποποιηθεί έγκαιρα αν δεν είναι αποτελεσματική.
Το Διεθνές Ίδρυμα Οστεοπόρωσης (IOF) και η Διεθνής Ομοσπονδία Κλινικής Χημείας (IFCC) συνιστούν δύο εξετάσεις αίματος για την αξιολόγηση του οστικού μεταβολισμού:
• C-τελοπεπτίδιο (C-τελικό τελοπεπτίδιο κολλαγόνου τύπου 1 [CTx]): δείκτης οστικής απορρόφησης. Είναι ένα πολυπεπτιδικό τμήμα από το καρβοξυτελικό άκρο του πρωτεΐνικού δικτύου του οστού. Χρησιμοποιείται για την παρακολούθηση της αντιαπορροφητικής θεραπείας, όπως τα διφωσφονικά και τη ορμονική θεραπεία υποκατάστασης, σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες και ανθρώπους με χαμηλή οστική μάζα (οστεοπενία).
• P1NP (Ν-τελικό προπεπτίδιο προκολλαγόνου τύπου 1): δείκτης οστικού σχηματισμού. Αποτελείται από οστεοβλάστες και αντανακλά τον ρυθμό παραγωγής κολλαγόνου και οστών. Μπορεί να ζητηθεί σε συνδυασμό με τον δείκτη οστικής απορρόφησης, όπως το C ή Ν-τελοπεπτίδιο και είναι ο πιο ευαίσθητος δείκτης του σχηματισμού των οστών, ιδιαίτερα χρήσιμος για την παρακολούθηση των θεραπειών οστικού ανασχηματισμού και κατά της οστικής απορρόφησης. Συνιστάται η εξέταση αυτή να γίνεται πριν την έναρξη της θεραπείας για την οστεοπόρωση και να επαναλαμβάνεται 3 με 6 μήνες αργότερα.
Άλλες εξετάσεις ούρων και αίματος που χρησιμοποιούνται λιγότερο συχνά για τον έλεγχο της οστικής απορρόφησης είναι:
• N-τελοπεπτίδιο (Ν-τελικό τελοπεπτίδιο κολλαγόνου τύπου 1 [NTx]): πεπτιδικό τμήμα από το αμινοτελικό άκρο του πρωτεϊνικού δικτύου του οστού. Ένας ακόμα δείκτης που χρησιμοποιείται για την παρακολούθηση της θεραπείας.
• Δεοξυπυρινιδολίνη (DPD): προϊόν μεταβολισμού του κολλαγόνου με δομή δακτυλίου.
• Διασταυρώσεις πυριδινίου: ομάδα προϊόντων διάσπασης του κολλαγόνου που περιέχει δεοξυπυρινιδόλη. Χρησιμοποιείται για την παρακολούθηση της ανταπόκρισης στην θεραπεία. Δεν είναι τόσο ειδικό για το κολλαγόνο των οστών, όσο τα τελοπεπτίδια.
• Ανθεκτική σε τρυγικό οξύ φωσφατάση (TRAP): πρόκειται για την όξινη φωσφατάση που παράγεται από τους οστεοκλάστες, δηλαδή τα κύτταρα που καταστρέφουν μικρές ποσότητες οστών, κατά την διάρκεια της οστικής απορρόφησης.
Άλλες εξετάσεις αίματος που χρησιμοποιούνται για την παρακολούθηση του οστικού σχηματισμού είναι:
• Ειδική αλκαλική φωσφατάση οστού (ALP): ένα από τα ισοένζυμα (τύπος) της ALP που σχετίζεται με τη λειτουργία των οστεοβλαστών, τα κύτταρα δηλαδή που εμπλέκονται στο σχηματισμό των οστών. Θεωρείται ότι έχει κάποιον ρόλο στην μεταλλοποίηση των οστών. Η εξέταση συνιστάται να γίνεται πριν την έναρξη της θεραπείας για την οστεοπόρωση και να επαναλαμβάνεται 3 με 6 μήνες αργότερα. Τα αποτελέσματα μπορεί να επηρεαστούν από τα επίπεδα της ALP του ήπατος.
• Οστεοκαλσίνη (οστική πρωτεΐνη gla): πρωτεΐνη που παράγεται από τους οστεοβλάστες, αποτελεί τμήμα του δικτύου του οστού και μέρος της εισέρχεται στην κυκλοφορία του αίματος. Τα επίπεδα της οστεοκαλσίνης στο αίμα αντανακλούν τον ρυθμό του οστικού σχηματισμού και αποτελεί έτσι χρήσιμο δείκτη για την λειτουργία των οστεοβλαστών. Η χρήση του φαρμάκου βαρφαρίνη μπορεί να επηρεάσει τα αποτελέσματα της εξέτασης.
Πότε ζητείται;
Η εξέταση μπορεί να γίνεται σε συνδυασμό με άλλες, όπως το ασβέστιο, η βιταμίνη D, η εξέταση θυρεοειδούς και η παραθυρεοειδική ορμόνη όταν ανιχνεύεται οστική απώλεια κατά την διάρκεια εξέτασης για την οστική πυκνότητα (απεικονιστική εξέταση) και/ή σε περιπτώσεις που το άτομο έχει ιστορικό απροσδιόριστων καταγμάτων.
Μια ή περισσότερες εξετάσεις οστικών δεικτών μπορούν να γίνουν πριν την έναρξη της αντιαπορροφητικής θεραπείας ή της θεραπείας για την βελτίωση του οστικού σχηματισμού και τυπικά να επαναλαμβάνονται 3 με 6 μήνες μετά για την παρακολούθηση της αποτελεσματικότητας της θεραπείας.
Τι σημαίνουν τα αποτελέσματα;
Υψηλά επίπεδα ενός ή περισσότερων οστικών δεικτών στα ούρα και/ή στο αίμα υποδεικνύουν αυξημένο ρυθμό απορρόφησης και/ή σχηματισμού των οστών, αλλά δε δηλώνουν την αιτία (δεν είναι διαγνωστικές). Μειωμένα επίπεδα οστικών δεικτών μπορεί να παρατηρηθούν σε διάφορες παθολογικές καταστάσεις, όπως:
• Οστεοπόρωση
• Νόσος Paget
• Καρκίνος που έχει εξαπλωθεί στα οστά (μεταστατική οστική νόσος)
• Υπερπαραθυρεοειδισμός
• Υπερθυρεοειδισμός
• Οστεομαλακία στους ενήλικες και ραχίτιδα στα παιδιά, δηλαδή έλλειψη εναπόθεσης ασβεστίου στα οστά, συχνά λόγω της βιταμίνης D ή της ανεπάρκειας ασβεστίου.
• Χρόνια νεφρική ανεπάρκεια (νεφρική οστεοδυστροφία).
• Χρόνια χρήση ή υψηλές δόσεις γλυκοκορτικοειδών ή σύνδρομο Cushing.
Χαμηλά ή φυσιολογικά επίπεδα των δεικτών δείχνουν ότι δεν υπάρχει υψηλός οστικός μεταβολισμός.
Όταν οι οστικοί δείκτες χρησιμοποιούνται για την παρακολούθηση της αντιαπορροφητικής θεραπείας, η μείωση τους με την πάροδο του χρόνου υποδεικνύει καλή ανταπόκριση στην θεραπεία.
Υπάρχει κάτι άλλο που πρέπει να ξέρω;
Τα δείγματα πρέπει να συλλέγονται συστηματικά και τα αποτελέσματα των εξετάσεων να ερμηνεύονται με προσοχή. Μεταβολή στις συγκεντρώσεις των οστικών δεικτών παρατηρείται τόσο ημέρα παρά ημέρα, όσο και κατά την διάρκεια της ημέρας. Οι συγκεντρώσεις των περισσότερων οστικών δεικτών είναι υψηλότερες το πρωί, και ορισμένες, ιδίως η αλκαλική φωσφατάση, επηρεάζονται από την διατροφή.
Οι περισσότεροι άνθρωποι που πάσχουν από οστική απώλεια δεν το γνωρίζουν. Η παθολογική αυτή κατάσταση δεν εμφανίζει συμπτώματα μέχρι το κάταγμα κάποιου οστού.
Δεδομένου ότι οι άνθρωποι με καρκίνο του μαστού ή καρκίνο του προστάτη έχουν υψηλή συχνότητα εμφάνισης οστικών μεταστάσεων, οι οστικοί δείκτες μπορούν να βοηθήσουν το γιατρό να προβλέψει αν κάποιος ασθενής με καρκίνο του μαστού ή του προστάτη έχει υψηλό κίνδυνο μεταστάσεων στα οστά, και έτσι να χορηγήσουν φάρμακα για την οστική απορρόφηση, όπως τα διφωσφονικά.
Υπάρχουν περιορισμοί στην κλινική χρήση πολλών οστικών δεικτών, αλλά οι έρευνες για την βελτίωση της χρήσης τους συνεχίζεται. Κύρια χρήση τους είναι η εκτίμηση της αποτελεσματικότητας πολλών θεραπειών που χρησιμοποιούνται για την καταπολέμηση των μεταβολικών νόσων των οστών και για την προσαρμογή της κατάλληλης ποσότητας φαρμάκου.