Βιταμίνη D

Επίσης γνωστό ως:
Επιστημονική ονομασία: 25-hydroxy-vitamin D (Calcidiol), 1.25 dihydroxy-vitamin D (Calcitriol)
Σχετικές εξετάσεις: Ασβέστιο, Μαγνήσιο, Phosphorus, PTH

Πως χρησιμοποιείται;
Πότε ζητείται;
Τι σημαίνει το αποτέλεσμα της εξέτασης;
Τι άλλο θα πρέπει να γνωρίζω;


Πως χρησιμοποιείται;
Η 25-υδροξυβιταμίνη D χρησιμοποιείται για να προσδιοριστεί πιθανή αδυναμία των οστών, οστική δυσμορφία, ή μη φυσιολογικός μεταβολισμός του ασβεστίου (που αντικατοπτρίζεται από μη φυσιολογικό ασβέστιο, φώσφορο, παραθυρεοειδή ορμόνη) ως αποτέλεσμα έλλειψης ή περίσσειας βιταμίνης D. Αφού η βιταμίνη D είναι λιποδιαλυτή και απορροφάται από το έντερο ως λίπος, χρησιμοποιείται μερικές φορές για την παρακολούθηση ατόμων με νόσους που παρεμβαίνουν στην απορρόφηση του λίπους, όπως είναι η κυστική ίνωση και η νόσος του Crohn, και σε ασθενείς που έχουν κάνει εγχείρηση γαστρικού bypass και ενδέχεται να μην μπορούν να απορροφήσουν επαρκή ποσοστά αυτής.
 

Πότε ζητείται;
25-υδροξυβιταμίνη D
Αν τα επίπεδα ασβεστίου είναι κατώτερα των φυσιολογικών ή ο ασθενής παρουσιάζει συμπτώματα έλλειψης βιταμίνης D, όπως οστική δυσμορφία στα παιδιά (ραχίτιδα) και αδυναμία των οστών, μαλάκυνση, ή κατάγματα στους ενήλικες (οστεομαλακία), ζητείται εξέταση 25-υδροξυβιταμίνης D για την ταυτοποίηση πιθανής έλλειψη της βιταμίνης D. Η έλλειψη της βιταμίνης D είναι συνηθέστερη από ότι πιστεύεται. Μελέτες δείχνουν πως το 50% των ηλικιωμένων και των γυναικών που θεραπεύεται για οστεοπόρωση ίσως παρουσιάζει έλλειψη βιταμίνης D. Η εξέταση 25-υδροξυβιταμίνης D ζητείται πριν το άτομο ξεκινήσει την θεραπευτική αγωγή για την οστεοπόρωση. Μερικές θεραπείες για την οστεοπόρωση περιλαμβάνουν και τη λήψη συγκεκριμένης δόσης βιταμίνης D.
1,25-διυδροξυβιταμίνη D
Αν τα επίπεδα ασβεστίου είναι υψηλότερα από τα φυσιολογικά ή ο ασθενής πάσχει από νόσο που προκαλεί την παραγωγή περίσσειας βιταμίνης D, όπως η σαρκοΐδωση ή κάποιες μορφές λεμφώματος, τότε ζητείται η εξέταση της 1,25-διυδροξυβιταμίνης D. Σπάνια, αυτή η εξέταση μπορεί να ζητηθεί αν υπάρχει υποψία ανωμαλιών της α1-υδροξυλάσης.
Τα επίπεδα της βιταμίνης D μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθούν στην διάγνωση ή στην παρακολούθηση προβλημάτων της δράσης της παραθυρεοειδούς ορμόνης, αφού η παραθυρεοειδής ορμόνη είναι ουσιώδης παράγοντας για την ενεργοποίηση της βιταμίνης D. Όταν η λήψη συμπληρωμάτων βιταμίνης D, ασβεστίου, φωσφόρου ή μαγνησίου είναι απαραίτητη, τότε συνήθως ελέγχονται τα επίπεδα της βιταμίνης D για την παρακολούθηση της αποτελεσματικότητας της θεραπείας.

Τι σημαίνει το αποτέλεσμα της εξέτασης;
Υπάρχουν διαφορές μεταξύ των μεθόδων μέτρησης της βιταμίνης D, που δυσχεραίνουν την δημιουργία ενός παγκόσμιου εύρους τιμών αναφοράς. Η μέτρηση της ολικής 25-υδροξυβιταμίνης D (D2 + D3) είναι ο κατάλληλος δείκτης επιπέδων βιταμίνης D. Σήμερα, δεν υπάρχει συναίνεση σχετικά με το πιο επίπεδο υποδηλώνει ανεπάρκεια.
25-υδροξυβιταμίνη D
Χαμηλά επίπεδα της 25-υδροξυβιταμίνης D ενδέχεται να σημαίνουν μειωμένη έκθεση στο ηλιακό φως ή μειωμένη πρόσληψη διαιτητικής βιταμίνης D για να καλύψει τις ανάγκες του σώματος ή προβληματική απορρόφηση από τα έντερα. Περιστασιακά, φάρμακα που χρησιμοποιούνται για την θεραπεία των επιληπτικών κρίσεων, κυρίως το Dilantin, μπορεί να παρεμβαίνουν στην παραγωγή της 25-υδροξυβιταμίνης D στο συκώτι.
Υπάρχουν όλο και περισσότερες αποδείξεις ότι η έλλειψη βιταμίνης D μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο εμφάνισης μερικών τύπων καρκίνου, ανοσολογικές ασθένειες και καρδιοαγγειακές νόσους.
Υψηλά επίπεδα 25-υδροξυβιταμίνης D συνήθως δείχνουν περίσσεια συμπληρωμάτων από βιταμινούχα χάπια ή άλλων ειδών διατροφικών συμπληρωμάτων.
1,25-διυδροξυβιταμίνη D
Χαμηλά επίπεδα 1,25-διυδροξυβιταμίνης D παρουσιάζονται σε νόσους των νεφρών και είναι ένα από τα πρώτα συμπτώματα που παρουσιάζουν άτομα με πρόδρομη νεφρική ανεπάρκεια.
Υψηλά επίπεδα 1,25-διυδροξυβιταμίνης D παρουσιάζονται σε περίπτωση περίσσεια της παραθυρεοειδούς ορμόνης, ή σε νόσους όπως η σαρκοΐδωση ή μερικοί τύποι λεμφωμάτων, που οδηγούν στην παραγωγή της βιταμίνης εξωτερικά των νεφρών.

Τι άλλο θα πρέπει να γνωρίζω;
Υψηλά επίπεδα βιταμίνης D και ασβεστίου μπορεί να οδηγήσουν σε ασβεστοποίηση και καταστροφή των οργάνων και πιο συγκεκριμένα των νεφρών και των αιμοφόρων αγγείων.
Χαμηλά επίπεδα μαγνησίου μπορεί να οδηγήσουν σε χαμηλά επίπεδα ασβεστίου, που είναι ανθεκτικά στην βιταμίνη D και στη ρύθμιση της παραθυρεοειδούς ορμόνης.
 


Τροποποιήθηκε τελευταία φορά21.06.2013