Η προλακτίνη είναι μια ορμόνη που έχει ως πρωταρχικό ρόλο να προωθήσει την παραγωγή του μητρικού γάλακτος (γαλουχία). Φυσιολογικά είναι αυξημένη στις γυναίκες κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης και αμέσως μετά τον τοκετό. Βρίσκεται κανονικά σε χαμηλά επίπεδα στους άντρες και στις γυναίκες που δεν είναι έγκυες. Η εξέταση της προλακτίνης μετρά την ποσότητα της προλακτίνης στο αίμα.
Η προλακτίνη παράγεται από το πρόσθιο λοβό της υπόφυσης (αδενουπόφυση), ένα όργανο σε μέγεθος σταφυλιού που βρίσκεται στη βάση του εγκεφάλου. Οι χημικές ορμόνες του εγκεφάλου, η ντοπαμίνη και τα οιστρογόνα ελέγχουν την παραγωγή και την έκκριση της προλακτίνης από την υπόφυση. Κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης, οι ορμόνες προλακτίνη, οιστρογόνα και προγεστερόνη προάγουν την ανάπτυξη του μαστού και την παραγωγή γάλακτος. Μετά τον τοκετό, η προλακτίνη βοηθάει στο να ξεκινήσει και να διατηρηθεί η προμήθεια γάλακτος. Εάν μια γυναίκα δεν θηλάσει, η τιμή της προλακτίνης της θα επανέλθει στα επίπεδα που βρισκόταν πριν την εγκυμοσύνη. Εάν η γυναίκα θηλάσει, ο θηλασμός του βρέφους θα παίξει σημαντικό ρόλο στην έκκριση της προλακτίνης. Υπάρχει ένας μηχανισμός ανατροφοδότησης μεταξύ της συχνότητας θηλασμού, της ποσότητας της προλακτίνης που εκκρίνεται από την υπόφυση καθώς και της ποσότητας του γάλακτος που παράγεται.
Μια συνηθισμένη αιτία αυξημένων τιμών προλακτίνης που δεν ανταποκρίνονται στα φυσιολογικά επίπεδα είναι το προλακτίνωμα, έναν όγκο της υπόφυσης ο οποίος προκαλεί την υπερπαραγωγή προλακτίνης. Το προλακτίνωμα είναι ο πιο συνηθισμένος όγκος της υπόφυσης και είναι συνήθως καλοήθης. Εμφανίζεται συχνότερα στις γυναίκες από τους άντρες. Τα συμπτώματα που μπορεί να προκύψουν οφείλονται στην ακούσια δράση της περίσσειας προλακτίνης όπως είναι η παραγωγή γάλακτος σε γυναίκες που δεν είναι έγκυες ή δεν θηλάζουν και σπανιότερα σε έναν άντρα (γαλακτόρροια), τα συμπτώματα αυτά εξαρτώνται από το μέγεθος και την περιοχή που βρίσκεται ο όγκος.
Εάν το πρόσθιο μέρος της υπόφυσης ή/και ο όγκος αυξηθούν σημαντικά, μπορεί να ασκηθεί πίεση στο οπτικό νεύρο, δημιουργώντας πονοκεφάλους και προβλήματα στην όραση. Επίσης μπορεί να επηρεάσει και άλλες ορμόνες που παράγονται στην υπόφυση. Στις γυναίκες, το προλακτίνωμα μπορεί να προκαλέσει υπογονιμότητα και ανωμαλίες στην έμμηνο ρύση, ενώ στους άντρες oόγκος αυτός μπορεί να δημιουργήσει μια σταδιακή απώλεια της σεξουαλικής επιθυμίας και της λίμπιντο. Αθεράπευτα προλακτινώματα μπορεί να προκαλέσουν παροδικά βλάβες και στους γύρω ιστούς.