Ηπατίτιδα Β

Επίσης γνωστό ως: anti-HBs, HBsAg, HBeAg, anti-HBc, anti-HBc,IgM, anti-HBe, HBV DNA
Επιστημονική ονομασία: Ηπατίτιδα Β
Σχετικές εξετάσεις: Ηπατίτιδα C, Ηπατίτιδα Α, ALT, AST, GGT

Πώς χρησιμοποιείται;    
Πότε ζητείται;

Τί σημαίνει το αποτέλεσμα;
Τί άλλο πρέπει να γνωρίζω;

Πώς χρησιμοποιείται;

Υπάρχουν διάφορες εξετάσεις οι οποίες μπορούν να ανιχνεύσουν την παρουσία των αντισωμάτων του ιού της Ηπατίτιδας Β. Τα αντισώματα παράγονται από τον οργανισμό για να τον προστατεύσουν από τα αντιγόνα (ξένες πρωτεΐνες). Υπάρχουν επίσης εξετάσεις οι οποίες ανιχνεύουν την παρουσία ιικών αντιγόνων.
Το  αντίσωμα  της επιφανείας της Ηπατίτιδας Β (anti-HBs) είναι η πιο διαδεδομένη εξέταση. Η παρουσία του καταδεικνύει έκθεση του οργανισμού στο παρελθόν στον ιό της Ηπατίτιδας Β αλλά μη ύπαρξη του ιού (virus) στο παρόν και απουσία κινδύνου μετάδοσης του ιού σε άλλους. Το αντίσωμα αυτό επίσης προστατεύει τον οργανισμό από μελλοντική λοίμωξη από τον ιό της Ηπατίτιδας Β. Εκτός όμως από την έκθεση στον ιό της Ηπατίτιδας Β τα παραπάνω αντισώματα μπορούν να αναπτυχθούν μετά από επιτυχή εμβολιασμό.  Η εξέταση γίνεται πρώτον, για να προσδιοριστεί η ανάγκη εμβολιασμού εάν το anti-HBs απουσιάζει, δεύτερον, μετά την ολοκλήρωση του εμβολιασμού απέναντι στη νόσο και τρίτον, μετά από μία ενεργό λοίμωξη.  
Το  αντιγόνο της επιφανείας  Ηπατίτιδας Β (HBsAg) είναι ένα πρωτεϊνικό αντιγόνο που παράγεται από τον ιό της Ηπατίτιδας Β. Είναι ο δείκτης που εμφανίζεται πρώτος σε μια οξεία Ηπατίτιδα Β και συχνά ανιχνεύει τα μολυσμένα άτομα πριν εμφανιστούν τα συμπτώματα. Το HBsΑg εξαφανίζεται από το αίμα κατά την διάρκεια της περιόδου ανάρρωσης. Σε ορισμένα άτομα (ιδιαίτερα σε αυτά που μολύνθηκαν στην παιδική ηλικία ή σε αυτά με ασθενές ανοσοποιητικό σύστημα, όπως π.χ. αυτοί που πάσχουν από AIDS) είναι δυνατόν να υφίσταται χρόνια λοίμωξη από τον HBV και το HBsAg να παραμένει θετικό.
Μερικές φορές, ο HBV «κρύβεται» στο ήπαρ και σε άλλα κύτταρα του οργανισμού και δεν παράγει νέα ιικά σωματίδια ώστε να είναι μολυσματικός, ή παράγει τόσο μικρές ποσότητες που δεν μπορούν να ανιχνευτούν στο αίμα. Τα άτομα στα οποία ο ιός συμπεριφέρεται με αυτόν τον τρόπο ονομάζονται φορείς. Σε άλλες περιπτώσεις, το σώμα εξακολουθεί να παράγει ιικά σωματίδια (ιούς) τα οποία μολύνουν παραπέρα το ήπαρ και διατηρούν την ικανότητα να μεταδοθούν σε άλλους ανθρώπους. Και στις δύο περιπτώσεις το HBsAg θα είναι θετικό. Η επόμενη εξέταση είναι χρήσιμη για τη διάκριση αυτών των δύο καταστάσεων.

Το αντιγόνο e της Ηπατίτιδας Β είναι μια πρωτεΐνη του ιού συνδεδεμένη με τις λοιμώξεις από τον HBV. Σε αντίθεση με το αντιγόνο της επιφανείας, το αντιγόνο e ανιχνεύεται στο αίμα μόνο όταν είναι παρόντα και τα ιικά σωματίδια. Όταν ο ιός «κρύβεται» το αντιγόνο e δεν ανιχνεύεται στο αίμα. Συχνά χρησιμοποιείται σαν δείκτης μολυσματικότητας σε άλλους ανθρώπους.  Ο προσδιορισμός του αντιγόνου e χρησιμοποιείται στην παρακολούθηση της αποτελεσματικότητας της θεραπείας. Συνήθως η επιτυχής θεραπεία εξαφανίζει το HBeAg από το αίμα και οδηγεί στην ανάπτυξη των αντισωμάτων ενάντια στο αντιγόνο e, τα Anti-Hbe. Υπάρχουν κάποιοι τύποι μετάλλαξης του ιού της Ηπατίτιδας Β οι οποίες δεν παράγουν αντιγόνο e. Αυτές είναι ιδιαίτερα διαδεδομένες στην Εγγύς Ανατολή και την Ασία, αλλά και στην χώρα μας. Σε περιοχές όπου υπάρχουν τέτοιοι τύποι του HBV η εξέταση για το αντιγόνο e δεν είναι πολύ χρήσιμη.
Το Anti-Hbe είναι ένα αντίσωμα που παράγει ο οργανισμός ως απάντηση στο αντιγόνο e της Ηπατίτιδας Β. Το Anti-Hbe ανιχνεύεται μαζί με το Anti-Hbc και το Anti-Hbs σε αυτούς που έχουν ιαθεί από την οξεία Ηπατίτιδα Β. Στην χρόνια Ηπατίτιδα Β το Anti-Hbe συνήθως γίνεται θετικό όταν ο ιός «κρύβεται» ή εξαφανίζεται από τον οργανισμό. Στις περιπτώσεις όπου δεν παράγεται το αντιγόνο e, το anti-Hbe  είναι επίσης θετικό.  
 
Το αντίσωμα  c ore  της Ηπατίτιδας Β (anti-Hbc) είναι ένα αντίσωμα στο αντιγόνο core της Ηπατίτιδας Β. Το αντιγόνο core βρίσκεται στα ιικά σωματίδια αλλά εξαφανίζεται νωρίς κατά την πορεία της λοίμωξης. Το αντίσωμα αυτό παράγεται κατά τη διάρκεια και μετά την οξεία HBV λοίμωξη και συνήθως ανιχνεύεται στους χρόνιους φορείς της ηπατίτιδας Β καθώς και σε αυτούς που έχουν «καθαρίσει» τον ιό. Συνήθως παραμένει εφ όρου ζωής. Η εξέταση των αντισωμάτων anti-Hbc, είτε είναι ειδική για τα αντισώματα της τάξης IgM, τα οποία καταδεικνύουν οξεία λοίμωξη, είτε ανιχνεύει ολικά αντισώματα anti-Hbc, τα οποία καταδεικνύουν λοίμωξη στο παρελθόν, οξεία ή χρονία.
Το HBV DNA είναι πιο ευαίσθητη εξέταση από το HBeAg για τον προσδιορισμό ιικών σωματιδίων στο αίμα. Χρησιμοποιείται συνήθως σε συνδυασμό και όχι σε αντικατάσταση των ορολογικών εξετάσεων. Χρησιμοποιείται επίσης,  για την παρακολούθηση της αντιικής θεραπείας σε ασθενείς με χρόνια Ηπατίτιδα Β. 
 
Πότε ζητείται;

Οι εξετάσεις αυτές χρησιμοποιούνται για να προσδιορίσουν εάν έχει παραχθεί το επιθυμητό επίπεδο ανοσίας μετά από εμβολιασμό, καθώς επίσης για την διάγνωση και την παρακολούθηση της πορείας της λοίμωξης.
 
Σε έναν ασθενή με οξεία ηπατίτιδα Β, το anti-Hbc IgM  και το HBsAg συνήθως εξετάζονται ταυτόχρονα για να ανιχνεύσουν πρόσφατη λοίμωξη από τον ιό. Σε άτομα με χρόνια ηπατίτιδα ή  με αυξημένα επίπεδα ALT or AST, εξετάζονται συνήθως το HBsAg και το anti-Hbc για να διαπιστωθεί εάν η ηπατική καταστροφή οφείλεται στον HBV. Εάν συμβαίνει αυτό, το HBsAg και το HbeAg  συνήθως εξετάζονται σε μόνιμη βάση (κάθε 6 με 12 μήνες) έως ότου σε κάποιους το HBeAg (και σπανιώτερα το HBsAg) θα εξαφανιστεί από μόνο του. Πρόσφατα δεδομένα δείχνουν ότι πολλοί από αυτούς που έχουν anti-Hbc, αλλά όχι HBsAg, πιθανόν να έχουν πολύ χαμηλά επίπεδα του HBV DNA στο αίμα τους ή/και στο ήπαρ τους. Σε αυτούς που βρίσκονται σε θεραπεία για χρόνια ηπατίτιδα Β, το HbeAg και HBV DNA  εξετάζονται για να εκτιμηθεί εάν η θεραπεία είναι επιτυχής (στην περίπτωση αυτή και τα δύο θα καταστούν μη ανιχνεύσιμα). Εάν κάποιος εμβολιαστεί με το εμβόλιο της Ηπατίτιδας Β, το anti-Hbs χρησιμοποιείται για να διαπιστωθεί εάν ο εμβολιασμός είναι επιτυχής. Εάν τα επίπεδα του αντισώματος είναι πάνω από 10 IU/ml οι εμβολιασμένοι έχουν προστασία εφ’ όρου ζωής για τη λοίμωξη από τον HBV, εκτός εάν έχουν ή εμφανίσουν προβλήματα στο ανοσοποιητικό τους σύστημα (όπως λοίμωξη από τον ιό HIV, νεφρική ανεπάρκεια, ή υποστούν θεραπεία με φάρμακα τα οποία καταστέλλουν το ανοσοποιητικό σύστημα).
 
Το μεταγγιζόμενο αίμα ελέγχεται για την παρουσία του HBsAg πριν την χορήγησή του. 
 
Τί σημαίνει το αποτέλεσμα; 
  • Το αντίσωμα  της επιφανείας  της Ηπατίτιδας Β(anti-HBs): Το θετικό αποτέλεσμα δείχνει ανοσία για την ηπατίτιδα Β από τον εμβολιασμό ή ανάρρωση από τη λοίμωξη.
  • Το αντιγόνο της επιφανείας της Ηπατίτιδας Β(HBsAg): Το αρνητικό αποτέλεσμα δείχνει ότι το άτομο δεν ήρθε ποτέ σε επαφή με τον ιό της ηπατίτιδας Β ή ότι έχει αναρρώσει από οξεία Ηπατίτιδα και έχει απαλλαγεί  από τον ιό (virus)(ή έχει το πολύ μια λανθάνουσα λοίμωξη). Ένα θετικό αποτέλεσμα δείχνει μια ενεργό λοίμωξη, αλλά δεν δείχνει εάν ο ιός μπορεί να μεταδίδεται σε άλλους.
  • Το αντιγόνο e της ηπατίτιδας Β(HBeAg):  Το θετικό αποτέλεσμα δείχνει παρουσία του ιού ο οποίος μπορεί να μεταδοθεί σε άλλους. Το αρνητικό αποτέλεσμα συνήθως σημαίνει ότι ο ιός δεν μεταδίδεται σε άλλους, εκτός εάν πρόκειται για μέρη του κόσμου όπου είναι διαδεδομένες μορφές του ιού, που δεν παράγουν αυτήν την πρωτεΐνη.
  • Το αντίσωμα στο αντιγόνο core της ηπατίτιδας Β(anti-HBc):  Η παρουσία του μαζί με το θετικό  anti-HBs συνήθως δείχνει ανάρρωση από τη λοίμωξη και ότι το άτομο δεν είναι φορέας ή ότι έχει χρόνια λοίμωξη. Στην οξεία λοίμωξη ο πρώτος τύπος αντισώματος στο  HBc  που εμφανίζεται είναι το IgM αντίσωμα. Η εξέταση γι’ αυτό τον τύπο του αντισώματος, μπορεί να αποδείξει εάν ένα άτομο έχει πρόσφατα μολυνθεί από τον  HBV (όταν το anti-HBc  IgM είναι θετικό) ή παλαιότερα (όταν το anti-HBc IgM είναι αρνητικό).
  • HBV DNA:   Το θετικό αποτέλεσμα δείχνει την παρουσία του ιού, ο οποίος μπορεί να μεταδοθεί σε άλλους. Ένα αρνητικό αποτέλεσμα συνήθως σημαίνει ότι ο ιός δεν μπορεί να μεταδοθεί σε άλλους, ιδίως αν χρησιμοποιείται μια εργαστηριακή δοκιμασία, η οποία μπορεί να ανιχνεύει ακόμα και 200 αντίγραφα του ιού σε ένα mL αίματος.

Τί άλλο πρέπει να γνωρίζω;

Μολονότι οι εξετάσεις που περιγράφονται παραπάνω είναι ειδικές για τον HBV, μπορούν να χρησιμοποιηθούν και άλλες εξετάσεις όπως  AST, ALT, και γ-GGT που ελέγχουν τη λειτουργία του ήπατος για να παρακολουθείται η πορεία της νόσου. Σε μερικές περιπτώσεις μπορεί να γίνει και βιοψία ήπατος για επιβεβαίωση
 

Τροποποιήθηκε τελευταία φορά01.12.2008