Αφυδάτωση
Τι είναι η αφυδάτωση;
Η αφυδάτωση είναι η υπερβολική απώλεια νερού από τους ιστούς του σώματος, που συχνά συνοδεύεται από ανισορροπία των νατρίου, καλίου, χλωριούχων και άλλων ηλεκτρολυτών. Κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί όταν χάνονται υγρά του οργανισμού που δεν αντικαθίστανται επαρκώς, ειδικά όταν ένα άτομο δεν λαμβάνει αρκετά υγρά. Η ήπιας μορφής αφυδάτωση μπορεί να προκαλέσει δίψα, κόπωση, και πονοκέφαλο. Η σοβαρή αφυδάτωση μπορεί να προκαλέσει πιο σοβαρά συμπτώματα όπως σύγχυση, χαμηλή πίεση του αίματος, καταπληξία και μπορεί να οδηγήσει ακόμη και στο θάνατο.
Το ανθρώπινο σώμα αποτελείται από περίπου 60-70% νερό, το οποίο πρέπει να αναπληρώνεται συνεχώς ώστε να λειτουργεί. Το νερό εισέρχεται στο σώμα κυρίως μέσω της κατάποσης υγρών και δευτερευόντως ως μέρος των τροφίμων που τρώμε. Απορροφάται από το έντερο και μεταφέρεται σε όλο το σώμα. Το νερό περιλαμβάνει τα υγρά που βρίσκονται στο εσωτερικό των κυττάρων, στα διαστήματα μεταξύ των κυττάρων και ιστών, στο λεμφικό σύστημα, των βλεννογόνων και στο ρευστό τμήμα του αίματος στις φλέβες και τις αρτηρίες μας. Ανάλογα με τις ανάγκες, τα υγρά μπορούν να μεταφέρονται από ένα «διαμέρισμα» ή περιοχή σε μια άλλη.
Η μεγαλύτερη ποσότητα του νερού φιλτράρεται από το αίμα, επαναπορροφάται και επανακυκλοφορεί περαιτέρω από τους νεφρούς. Η περίσσεια νερού και τα κορεσμένα απόβλητα μετατρέπονται σε ούρα που αποβάλλονται από το σώμα κατά την ούρηση. Πρόσθετες μικρές ποσότητες νερού χάνονται συνεχώς μέσω του ιδρώτα, της αναπνοής και των κοπράνων. Το συνολικό ποσό της κανονικής απώλειας νερού κυμαίνεται από 1,500 έως 2,500 milliliters(ml) ανά ημέρα, με βάση τις ακόλουθες πηγές:
Κόπρανα | 50-100 mL/μέρα |
Εξάτμιση / Εκπνοή | 500-1000 mL/μέρα |
Ούρα | 1000-2000 mL/μέρα, κατά μέσο όρο |
Η διατήρηση της ισορροπίας και της συντήρησης του νερού μέσα στο σώμα είναι μια σύνθετη διαδικασία. Οι νεφροί αποτελούν μέρος ενός συστήματος αλληλεπίδρασης που συντηρεί ή αφαιρεί το νερό μέσω της συγκέντρωσης ή αραίωσης των ούρων και του ελέγχου της συγκέντρωσης νατρίου. Το νάτριο, καθώς και οι άλλοι ηλεκτρολύτες (κάλιο, χλωριούχα, και διττανθρακικά) βοηθούν στη ρύθμιση της ισορροπίας του νερού, σε κυτταρικό επίπεδο, μέσω της διατήρησης της ηλεκτρικής ουδετερότητας και της οξεοβασικής ισορροπίας του σώματος.
Αυτό το σύστημα αλληλεπίδρασης και τα επιμέρους συστατικά του είναι ζωτικής σημασίας για τη διατήρηση ενός φυσιολογικού επιπέδου νερού στο σώμα. Αισθητήρες του σώματος αντιλαμβάνονται και ανταποκρίνονται σε αυξήσεις και μειώσεις στην ποσότητα του νερού και άλλων διαλυμένων ουσιών, στην κυκλοφορία του αίματος. Καθώς ο αριθμός των διαλυμένων σωματιδίων στο αίμα (ωσμωτικότητα) αυξάνει, υποδηλώνοντας είτε μείωση στην ποσότητα του νερού στο αίμα ή αύξηση του αριθμού των σωματιδίων, ένας εξειδικευμένος αδένας του εγκεφάλου, ο υποθάλαμος, εκκρίνει την αντιδιουρητική ορμόνη (ADH). Αυτή η ορμόνη πληροφορεί τα νεφρά ώστε να εξοικονομήσουν νερό. Το νερό μεταφέρεται από τα κύτταρα στην κυκλοφορία του αίματος, ώστε να διατηρηθεί η πίεση του αίματος και ο όγκος του. Εάν δεν διορθωθεί, οι ιστοί του σώματος αποξηραίνονται, προκαλώντας μικροκυττάρωση και γενικά δυσλειτουργία των κυττάρων. Καθώς μειώνονται τα επίπεδα υγρών, ο εγκέφαλος προκαλεί το αίσθημα της δίψας δίνοντας σήμα έτσι, σε στο άτομο να πιει περισσότερο νερό. Συνεργαζόμενα μεταξύ τους όλα αυτά τα συστήματα αλληλεπίδρασης διατηρούν μια ικανοποιητική ισορροπία των υγρών.
Η αφυδάτωση προκαλείται όταν τα υγρά χάνονται πιο γρήγορα από ότι μπορούν να αντικατασταθούν. Αυτό μπορεί να συμβεί λόγω υπέρμετρου εμέτου, διάρροιας, εφίδρωσης, χρήσης διουρητικών (φάρμακα που αυξάνουν την παραγωγή ούρων), και/ή όταν δεν λαμβάνεται αρκετό νερό μέσω της κατάποσης υγρών ή του φαγητού. Μπορεί να επιδεινωθεί εάν το άτομο αποβάλλει πάρα πολύ νάτριο (υπονατριαιμία) ή πολύ λίγο (υπερνατριαιμία) σε σχέση με τη μείωση του νερού. Η παρατεταμένη αφυδάτωση μπορεί να οδηγήσει σε καταπληξία, καθώς και σε βλάβες στα εσωτερικά όργανα, ειδικά στον εγκέφαλο, που οδηγεί σε σύγχυση, κώμα ή ακόμα και στο θάνατο.
Οποιοσδήποτε μπορεί να αφυδατωθεί, αλλά η παθολογική αυτή κατάσταση τείνει να είναι πιο σοβαρή στους νέους, τους ηλικιωμένους, και σε άτομα με υποβόσκουσες παθολογικές καταστάσεις ή εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, παγκοσμίως, οι διαρροϊκές ασθένειες είναι μία από τις πέντε κύριες αιτίες θανάτου σε βρέφη, ηλικίας κάτω των πέντε ετών. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, περίπου 200.000 παιδιά, ετησίως, νοσηλεύονται με αυτήν την πάθηση, 300 από τα οποία πεθαίνουν.