Ανασκόπηση

Τι είναι η οστεοπόρωση;

Το οστό είναι ένας ζωντανός ιστός που συνεχώς διαλύεται και αναδομείται. Όταν η ισορροπία μεταξύ της βλάβης και της αναδόμησης διαταραχθεί - για παράδειγμα, από ορμονικές ή διαιτητικές αλλαγές - το οστό μπορεί να χάσει μερικά από τα μέταλλα που συμβάλλουν στην πυκνότητα και τη δύναμή του. Η κατάσταση αυτή που χαρακτηρίζεται από μειωμένη οστική πυκνότητα ονομάζεται οστεοπενία. Όταν μειωθεί σημαντικά η οστική πυκνότητα, τότε το οστό εξασθενεί πολύ και είναι ευαίσθητο σε πιθανή θραύση. Η κατάσταση αυτή ονομάζεται οστεοπόρωση (πορώδες οστό).

Η οστεοπόρωση αυξάνει τον κίνδυνο οστικών καταγμάτων, ιδιαίτερα στα ισχία, στην σπονδυλική στήλη και στους καρπούς. Παρόλο που μπορεί να επηρεάσει οποιονδήποτε, ο κίνδυνος εμφάνισης οστεοπόρωσης αυξάνεται με την ηλικία, πλήττει τις γυναίκες πολύ συχνότερα από τους άνδρες, και είναι πιο διαδεδομένη σε Καυκάσιους και γυναίκες της Ασίας. Σύμφωνα με το Εθνικό Ίδρυμα Οστεοπόρωσης (NOF) των ΗΠΑ, 10 εκατομμύρια άνθρωποι στις Ηνωμένες Πολιτείες έχουν οστεοπόρωση και ακόμη 34 εκατομμύρια έχουν χαμηλή οστική μάζα και διατρέχουν κίνδυνο ανάπτυξης της νόσου. Από αυτούς που έχουν οστεοπόρωση, το 80% είναι γυναίκες.

Οι περισσότεροι από τους ανθρώπους που διατρέχουν κίνδυνο για οστεοπόρωση δεν το γνωρίζουν. Ονομάζεται «σιωπηλή νόσος», επειδή συνήθως δεν υπάρχουν συμπτώματα μέχρι ο ασθενής να πάθει κάταγμα των οστών. Το κάταγμα συμβαίνει συνήθως στο ισχίο, σε σπόνδυλο της σπονδυλικής στήλης, ή στον καρπό. Προκαλείται από πολύ μικρή πίεση και μπορεί να προκαλέσει σημαντικό πόνο και παρατεταμένη ή μόνιμη αναπηρία. Αν το κάταγμα προκαλέσει σοβαρή αναπηρία και επηρεάσει τη γενική υγεία του ατόμου, μπορεί να συμβάλλει ακόμα και στο θάνατό του.

Τα οστά είναι πρωτίστως ένας συνδυασμός του τύπου Ι πρωτεΐνης κολλαγόνου και του φωσφορικού ασβεστίου. Η πρωτεΐνη αυτή σχηματίζει ένα σπογγώδες δίκτυο το οποίο «επιμεταλλώνεται» με την προσθήκη συμπλόκων ασβεστίου που καθιστά τα οστά ισχυρά και εύκαμπτα. Το οστό είναι ζωντανός ιστός που αργά αλλά σταθερά αντικαθίσταται. Κατά τη διάρκεια μιας διαδικασίας που ονομάζεται επαναρρόφηση οστού, κύτταρα που ονομάζονται οστεοκλάστες διαλύουν την μικροσκοπική δομή των οστών ενώ ειδικά ένζυμα σπάνε το δίκτυο κολλαγόνου. Η διαδικασία αυτή ακολουθείται από το σχηματισμό νέου οστού από άλλα κύτταρα που ονομάζονται οστεοβλάστες, και τα οποία εκκρίνουν οστεοκαλσίνη και πρόδρομες ουσίες του κολλαγόνου δημιουργώντας έτσι νέες πρωτεϊνικές δομές. Αυτές οι πρωτεϊνικές δομές επιμεταλλώνονται και δημιουργείται έτσι νέο οστό. Αυτή η εν εξελίξει διαδικασία ονομάζεται οστική επαναφορά ή αναδιαμόρφωση των οστών και λαμβάνει χώρα σε όλο το σώμα συντελώντας στην αντικατάσταση περίπου του 8 - 10% των οστών του σώματος κάθε χρόνο.

Κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας, ο σχηματισμός των οστών γίνεται με ταχύτερο ρυθμό από ότι η οστική απορρόφηση και η οστική μάζα αυξάνεται για να κορυφωθεί περίπου στην ηλικία των 30 ετών. Μετά από αυτή την κορυφή, ο σχηματισμός του οστού επιβραδύνεται και η απορρόφηση είναι εντονότερη, με αποτέλεσμα την μείωση της οστικής μάζας με το πέρασμα των χρόνων. Η ανεπαρκής πρόσληψη ασβεστίου και βιταμίνης D κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας, η χρήση των φαρμάκων που περιέχουν γλυκοκορτικοστεροειδή σε υψηλή δόση (πέρα από τις συνήθεις δόσεις που λαμβάνονται με τις συσκευές εισπνοής για τον έλεγχο του άσθματος ή των ρινικών αλλεργιών), η ανορεξία, η αδράνεια, το κάπνισμα και η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ μπορούν να αυξήσουν τον κίνδυνο εμφάνισης οστεοπόρωσης αργότερα στη ζωή. Ορισμένες ασθένειες, όπως η νόσος του θυρεοειδούς, η νόσος του Cushing, η ρευματοειδής αρθρίτιδα, η νεφρική νόσος, ο υπερπαραθυρεοειδισμός και η ανεπάρκεια βιταμίνης D μπορεί επίσης να έχει επίδραση στην υγεία των οστών. Άτομα με επιβαρυμένο οικογενειακό ιστορικό οστεοπόρωσης μπορεί επίσης να διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο να αναπτύξουν και οι ίδιοι την ασθένεια.

Εμμηνοπαυσιακές και μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες μπορεί να εμφανίσουν αυξημένο ρυθμό απώλειας της οστικής μάζας με τη μείωση των οιστρογόνων. Εάν η εμμηνόπαυση έρθει νωρίς μπορεί να επιδεινωθεί η απώλεια αυτή. Σύμφωνα με την NOF, μερικές γυναίκες μπορούν να χάσουν μέχρι και 20% της οστικής μάζας τους στα πρώτα 5 έως 7 χρόνια μετά την εμμηνόπαυση. Άνδρες με μειωμένα επίπεδα τεστοστερόνης κινδυνεύουν επίσης για αυξημένη απώλεια οστικής μάζας.
 

Υπάρχουν δύο τύποι οστεοπόρωσης:


Πρωτοπαθής ή σχετιζόμενη με την ηλικία οστεοπόρωση. Αυτή αφορά την ανάπτυξη της οστεοπόρωσης χωρίς καμία προφανή αιτία. Είναι περισσότερο κοινή σε γυναίκες, αλλά μπορεί επίσης να εμφανιστεί σε άνδρες, ιδιαίτερα σε ηλικιωμένους. Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, σε ορισμένες γυναίκες ο ρυθμός οστικής απώλειας είναι πολύ υψηλός αμέσως μετά την εμμηνόπαυση και μπορούν να εμφανιστούν κατάγματα ακόμα και σε σχετικά μικρή ηλικία. Παρόλα αυτά στις περισσότερες γυναίκες η οστεοπόρωση δεν προκαλεί κατάγματα μέχρι την δεκαετία των 60 ή 70. Αλλαγές στον τρόπο ζωής, με λήψη συμπληρωμάτων ασβεστίου ή βιταμίνης D ή άλλων φαρμάκων που μειώνουν την οστική απώλεια μπορεί να επιβραδύνουν την εξέλιξη αυτού του τύπου της οστεοπόρωσης.

Δευτεροπαθής οστεοπόρωση. Πρόκειται για την οστική απώλεια λόγω άλλης ασθένειας. Επηρεάζει τόσο τους άνδρες και τις γυναίκες και μπορεί να οφείλεται σε πολλές διαφορετικές διαταραχές, συμπεριλαμβανομένων της ρευματοειδούς αρθρίτιδας, του υπερπαραθυρεοειδισμού, της νόσου του Cushing, της χρόνιας νεφρικής νόσου, του πολλαπλού μυελώματος, ή της λήψης φαρμάκων όπως αντι-επιληπτικά, γλυκοκορτικοειδή, ή λίθιο. Η θεραπεία της υποκείμενης νόσου ή αιτίας μπορεί να επιβραδύνει την απώλεια της οστικής πυκνότητας στη δευτεροπαθή οστεοπόρωση.

 

next [el-GR]
Τροποποιήθηκε τελευταία φορά 27.01.2020