BCR-ABL

Επίσης γνωστό ως: BCR/ABL1, ογκογονίδιο BCR-ABL, ανάλυση της μετάλλαξης της κινάσης BCR-ABL
Επιστημονική ονομασία: Γενική εξέταση αίματος, Οστεομυελική παρακέντηση και βιοψία μυελού των οστών, Επίχρισμα αίματος, Λευκοκυτταρικός τύπος
Σχετικές εξετάσεις:

Πώς χρησιμοποιείται;
Πότε ζητείται;
Τι σημαίνει το αποτέλεσμα της εξέτασης;
Τι άλλο πρέπει να γνωρίζω;

 Πώς χρησιμοποιείται;

Η εξέταση BCR-ABL ζητείται για την ανίχνευση του χρωμοσώματος Philadelphia (Ph) και της γονιδιακής αλληλουχίας BCR-ABL. Χρησιμοποιείται στη διάγνωση της χρόνιας μυελογενούς λευχαιμίας (ΧΜΛ) και ενός τύπου οξείας λεμφοβλαστικής λευχαιμίας (ΟΛΛ), στην οποία εντοπίζεται η γονιδιακή αλληλουχία BCR-ABL (BCR-ABL θετική). Επίσης η εξέταση BCR-ABLχρησιμοποιείται για την παρακολούθηση της απόκρισης στη θεραπεία καθώς και για την παρακολούθηση υποτροπής της νόσου.

Η χρωμοσωμκή ανάλυση, η ποιοτική μοριακή εξέταση BCR-ABL και/ή η FISH ζητούνται από τους ιατρούς για την επιβεβαίωση της αρχικής διάγνωσης για ΧΜΛ, ΟΛΛ και θετικό χρωμόσωμα Ph (Ph-θετική ΟΛΛ). Ζητείται επίσης σε ασθενείς με λευχαιμία, όταν ο γιατρός θέλει να αποκλείσει την ΧΜΛ και την Ph-θετική ΟΛΛ. Επιπλέον η χρωμοσωμική ανάλυση και η FISH βοηθούν να προσδιοριστεί το ποσοστό των κυττάρων του αίματος ή του μυελού των οστών του ασθενούς έχουν προσβληθεί.

Η ποιοτική εξέταση BCR-ABLβοηθά στον προσδιορισμό της μετάλλαξης του γονιδίου BCR-ABLμέσω της πρωτεΐνης που παράγεται. Το μέγεθος και το μοριακό βάρος της παραγόμενης πρωτεΐνης BCR-ABLεξαρτώνται από τη θέση όπου έγινε η διακοπή στο χρωμόσωμα 22. Στην ΧΜΛ, το σημείο διακοπής στο BCRείναι σχεδόν πάντα στην κύρια περιοχή συστοιχίας του σημείου διακοπής (majorbreakpointclusterregion- M-BCR), κα οδηγεί στην παραγωγή της πρωτεΐνης BCR-ABLμεγαλύτερου μεγέθους (p210). Διακοπή στην ελάσσονα περιοχή συστοιχίας του σημείου διακοπής (minorbreakpointcluster-m-BCR), οδηγεί αντίστοιχα σε μικρότερη πρωτεΐνη σύντηξης (p190), η οποία συνδέεται πιο συχνά με την Ph-θετική ΟΛΛ. Η γνώση του σημείου διακοπής (στην κύρια ή στην ελάσσονα περιοχή του BCR) είναι σημαντική γιατί η ποσοτική μοριακή γενετική εξέταση BCR-ABLζητείται πάντα για μία συγκεκριμένη μετάλλαξη (p210 ή p190), αλλά όχι και τις δύο.

Η ποσοτική μοριακή εξέταση BCR-ABL ζητείται όταν η γονιδιακή αλληλουχία BCR-ABL έχει ανιχνευθεί και το σημείο διακοπήςείναι γνωστό. Ζητείται κατά την αρχική διάγνωση για να καθοριστεί μία αρχική τιμή αναφοράς και στη συνέχεια ζητείται περιοδικά για την παρακολούθηση της ανταπόκρισης του ατόμου στη θεραπεία δηλαδή αν η νόσος είναι σε ύφεση ή έχει υποτροπή.

 Πότε ζητείται;

Η εξετάσεις για BCR-ABL ζητούνται όταν ο γιατρός υποψιάζεται ότι ο ασθενής του έχει ΧΜΛ ή Ph-θετική ΟΛΛ. Oέλεγχος προτείνεται όταν ο ασθενής εμφανίζει μη ειδικά συμπτώματα, όπως κόπωση, απώλεια βάρους, πόνο στις αρθρώσεις ή στα οστά και/ή μια διογκωμένη σπλήνα ή ως συνέχεια της μη φυσιολογικά ευρήματα στην γενική εξέταση αίματος. Στα αρχικά στάδια της νόσου, ο ασθενής εμφανίζει λίγα ή/και καθόλου συμπτώματα. Καθώς η ασθένεια εξελίσσεται τα φυσιολογικά κύτταρα του αίματος αυξάνονται έξω από το μυελό των οστών όπως και ο αριθμός των μη φυσιολογικών λευχαιμικών. Τότε ο ασθενής εμφανίζει αναιμία, παρατεταμένη αιμορραγία και υποτροπιάζουσες λοιμώξεις.

Μόλις γίνει η διάγνωση για ΧΜΛ ή Ph-θετική ΟΛΛ ζητείται κάθε τρεις μήνες ο ποσοτικός προσδιορισμός του BCR-ABLγια την παρακολούθηση της απόκρισης στη θεραπεία και αποφυγή τυχόν υποτροπή της. Αν παρουσιαστεί αντίσταση στη θεραπεία ή υποτροπή της νόσου, θα πρέπει να γίνει η εξέταση της μετάλλαξης της BCR-ABL κινάσης για να αλλάξει ανάλογα η περαιτέρω θεραπεία.

 Τι σημαίνει το αποτέλεσμα της εξέτασης;

Εάν ένα άτομο έχει μη φυσιολογικά λευκά αιμοσφαίρια στον μυελό των οστών και έχει το χρωμόσωμα Ph και την γονιδιακή αλληλουχία BCR-ABL, τότε πάσχει από ΧΜΛ ή Ph-θετική ΟΛΛ. Από τα άτομα με ΧΜΛ το 90-95% έχει το χρωμόσωμα Ph και το 100% το γονίδιο BCR-ABL. Περίπου το 25% της ΟΛΛ των ενηλίκων και το 3% της ΟΛΛ της παιδικής ηλικίας είναι θετικές για το χρωμόσωμα Ph και/ή για την  γονιδιακή αλληλουχία BCR-ABL.

Ένα μικρό ποσοστό των ασθενών με ΧΜΛ θα έχει την γονιδιακή αλληλουχία BCR-ABL, αλλά όχι το χρωμόσωμα Ph. Στις περιπτώσεις αυτές είτε υπάρχουν μεταθέσεις σε τρίτο ή τέταρτο χρωμόσωμα εκτός των 9 και 22, ή υπάρχει μια κρυφή μετατόπιση στα χρωμοσώματα 9 και 22 που δεν μπορεί να προσδιοριστεί από την φυσιολογική χρωμοσωμική ανάλυση. Δεδομένου ότι η θεραπεία για τις  λευχαιμίες που σχετίζονται με BCR-ABL στοχεύει ειδικά την πρωτεΐνη τυροσινική κινάση, οι ασθενείς μπορεί να συνεχίσουν τον τακτικό ποσοτικό έλεγχο της BCR-ABL.

Σε γενικές γραμμές, εάν η ποσότητα της BCR-ABL στο αίμα ή στο μυελό των οστών μειώνεται με την πάροδο του χρόνου, τότε το άτομο ανταποκρίνεται στη θεραπεία. Αν η ποσότητα της BCR-ABL πέσει κάτω από το επίπεδο ανίχνευσης του τεστ τότε και τα κύτταρα του αίματος είναι φυσιολογικά, τότε ο ασθενής θεωρείται ότι είναι σε ύφεση. Αν τα επίπεδα της BCR-ABL αυξηθούν, αυτό δείχνει την εξέλιξη της νόσου ή την υποτροπή της. Μπορεί επίσης να σημαίνει ότι το άτομο έχει καταστεί ανθεκτικό σε imatinib, την πρώτη γενιά αναστολέων της τυροσινικής κινάσης με αντινεοπλασματική δράση. Συχνά εκτελούνται πρόσθετες γενετικές εξετάσεις για την ανίχνευση της ανάπτυξης μεταλλάξεων της BCR-ABL κινάσης που σχετίζονται με την αντίσταση στην imatinib. Εάν ένας ασθενής βρεθεί ανθεκτικός στην imatinib, μπορεί να του χορηγηθεί ένας διαφορετικός αναστολέας τυροσινικής κινάσης.

Εάν ένας ασθενής με ΟΛΛ δεν είναι θετικός για το χρωμόσωμα Ph και την γονιδιακή αλληλουχία BCR-ABL, τότε δεν θα δοθεί σε αυτόν αναστολέας της τυροσινικής κινάσης και η μοριακή εξέταση BCR-ABL δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την παρακολούθηση του ασθενούς.

 Τι άλλο πρέπει να γνωρίζω;

Η αναγνώριση της εξέλιξης της νόσου και ο μετασχηματισμός αυτής είναι σημαντικά στοιχεία για την πρόγνωση και τη θεραπεία. Η ΧΜΛ περνά από τρεις φάσεις:

  • Χρόνια φάση. Οι περισσότεροι ασθενείς με χρόνια μυελογενή λευχαιμία διαγνώστηκαν σε χρόνια φάση, η οποία έχει συνήθως ύπουλη εκδήλωση. Η χρόνια φάση μπορεί να διαρκέσει για αρκετά χρόνια. Αποτελεί τη φάση με τα λιγότερα ή καθόλου συμπτώματα, αλλά και το χρονικό διάστημα, όπου η θεραπεία είναι περισσότερο επιτυχημένη
  • Επιταχυνόμενη φάση. Οι αλλαγές περιλαμβάνουν αλλά δεν περιορίζονται στην αύξηση των λευκών αιμοσφαιρίων (WhiteBloodCells- WBC), πρόσθετες κυτταρογενετικές αλλαγές, αύξηση των βλαστών στο αίμα και/ή στον μυελό των οστών (αλλά λιγότερο από 20%) και έλλειψη της θεραπευτικής απόκρισης στη συνήθη θεραπεία.
  • Βλαστική φάση. Όταν οι βλάστες είναι ίσοι ή περισσότεροι από το 20% των λευκών αιμοσφαιρίων του αίματος και/ή των εμπύρηνων κυττάρων στο μυελό των οστών, ή όταν υπάρχει πολλαπλασιασμός των βλαστών έξω από το μυελό των οστών

Τόσο το αίμα όσο και ο μυελός των οστών ελέγχονται κατά τον αρχικό διαγνωστικό έλεγχο αλλά η πλειοψηφία των εξετάσεων εκτελείται σε δείγματα αίματος. Υπάρχει σημαντική διακύμανση των εξετάσεων μεταξύ των εργαστηρίων επειδή χρησιμοποιούν διαφορετικές τεχνικές. Επομένως, για κάθε μεμονωμένο ασθενή, η ποσοτική μοριακή εξέταση BCR-ABL θα πρέπει να γίνεται στο ίδιο εργαστήριο ή να παραπέμπεται σε ένα εργαστήριο που ακολουθεί διεθνώς καθιερωμένες μεθόδους. Η άνοδος και πτώση των επιπέδων BCR-ABL είναι συνήθως πιο σημαντική από ό,τι το μεμονωμένο αποτέλεσμα μιας εξέτασης.


Τροποποιήθηκε τελευταία φορά05.03.2013