1. Πώς χρησιμοποιείται;
Ο ποιοτικός προσδιορισμός της hCG ανιχνεύει την παρουσία της hCG και είναι αυτός που χρησιμοποιείται συχνότερα για την επιβεβαίωση της εγκυμοσύνης.
Η ποσοτική εξέταση της hCG, η οποία συνήθως καλείται β-hCG, μετράει την ποσότητα της hCG που υπάρχει στο αίμα. Μπορεί να ζητηθεί για να βοηθήσει στη διάγνωση μίας έκτοπης κύησης, στη διάγνωση και την παρακολούθηση της κύησης, η οποία μπορεί να αποτυγχάνει ή/και στην παρακολούθηση μίας γυναίκας έπειτα από μία αποβολή.
Η ποσοτική δοκιμασία της hCG μπορεί, επίσης, να ζητηθεί για τη διάγνωση της τροφοβλαστικής νόσου της κύησης ή όγκων στα γαμετικά κύτταρα των όρχεων ή των ωοθηκών. Μπορεί να ζητηθεί ανά τακτά χρονικά διαστήματα για την παρακολούθηση της αποτελεσματικότητας της θεραπείας για τις ασθένειες αυτές, καθώς επίσης και για την ανίχνευση υποτροπής του όγκου.
2. Πότε ζητείται;
Η ποιοτική δοκιμασία της hCG στα ούρα ή το αίμα ζητείται 10 μέρες μετά από την τελευταία έμμηνο ρύση, όταν η γυναίκα επιθυμεί να επιβεβαιώσει αν είναι ή δεν είναι έγκυος (μερικές μέθοδοι μπορούν να ανιχνεύσουν την hCG ακόμα πιο νωρίς, μία εβδομάδα μετά τη σύλληψη).
Μπορεί να ζητηθούν πολλές ποσοτικές εξετάσεις hCG στο αίμα, μέσα σε αρκετές μέρες, ώστε να αποκλειστεί η πιθανότητα μίας έκτοπης κύησης ή για την παρακολούθηση της γυναίκας που απέβαλε.
Η ποσοτική δοκιμασία για την hCG μπορεί, επίσης, να ζητηθεί όταν ο γιατρός υποπτευθεί ότι η εξεταζόμενη πάσχει από τροφοβλαστική νόσο ή όγκο στα γαμετικά κύτταρα. Μπορεί να ζητηθεί περιοδικά για τον έλεγχο της αποτελεσματικότητας της θεραπείας, καθώς επίσης και για την ανίχνευση υποτροπής του όγκου.
3. Τί σημαίνει το αποτέλεσμα της εξέτασης;
Γυναίκες οι οποίες δεν είναι έγκυες, φυσιολογικά έχουν μη ανιχνεύσιμα επίπεδα hCG. Στην αρχή της εγκυμοσύνης, τα επίπεδα της hCG στο αίμα, διπλασιάζονται κάθε δύο με τρεις μέρες. Οι έκτοπες κυήσεις, συνήθως, έχουν μεγαλύτερο χρόνο διπλασιασμού. Οι κυήσεις που αποτυγχάνουν έχουν μεγαλύτερο χρόνο διπλασιασμού ή ακόμα και σταδιακά μειούμενες συγκεντρώσεις της hCG. Οι συγκεντρώσεις της hCG μειώνονται ταχύτατα μετά από μία αποβολή. Εάν η hCG δεν μειωθεί σε μη ανιχνεύσιμα επίπεδα, μπορεί να αποτελεί ένδειξη ότι εξακολουθεί να υπάρχει ιστός που παράγει hCG, ο οποίος όμως θα πρέπει να αφαιρεθεί.
Κατά τη διάρκεια της θεραπείας για την νόσο της τροφοβλάστης κύησης ή για τον όγκο στα γεννητικά κύτταρα, η μείωση των επιπέδων της hCG, γενικά αποτελεί ένδειξη ότι η ασθένεια ανταποκρίνεται στη θεραπεία, ενώ η αύξηση των επιπέδων της hCG μπορεί να είναι ενδεικτική μη ανταπόκρισης σε αυτήν. Αύξηση των επιπέδων της hCG μετά τη θεραπεία, μπορεί να υποδηλώνει υποτροπή της νόσου.
4. Υπάρχει κάτι άλλο το οποίο θα πρέπει να γνωρίζω;
Οι εξετάσεις που πραγματοποιούνται πολύ νωρίς κατά την κύηση, προτού υπάρξει ένα ικανοποιητικό επίπεδο συγκέντρωσης της hCG, μπορεί να δώσουν ψευδώς αρνητικό αποτέλεσμα, ενώ η παρουσία αίματος ή πρωτεΐνης στα ούρα μπορεί να δώσει ψευδώς θετικό αποτέλεσμα. Οι δοκιμασίες της hCG στα ούρα μπορεί να δώσουν ψευδώς αρνητικό αποτέλεσμα σε πολύ αραιά ούρα. Οι γυναίκες δεν πρέπει να καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες υγρών πριν από τη συλλογή δείγματος ούρων για τεστ εγκυμοσύνης.
Ορισμένα φάρμακα, όπως τα διουρητικά και η προμεθαζίνη (αντιισταμινικό), μπορούν, επίσης, να δώσουν ψευδώς αρνητικό αποτέλεσμα σε εξετάσεις στα ούρα. Άλλα φάρμακα, όπως τα αντι-σπασμωδικά, τα φάρμακα για τη νόσο του Parkinson, τα υπνωτικά και τα ηρεμιστικά μπορεί να δώσουν ψευδώς θετικά αποτελέσματα.
Υπάρχουν αναφορές για ψευδώς θετικά αποτελέσματα της hCG στον ορό, εξ' αιτίας πολλών διαφορετικών ενώσεων (όχι φαρμάκων), οι οποίες μπορεί να αλληλεπιδρούν με το τεστ. Αυτές περιλαμβάνουν ορισμένους τύπους αντισωμάτων, που μπορεί να υπάρχουν σε κάποιους ανθρώπους, καθώς και θραύσματα από το μόριο της hCG. Γενικά, αν τα αποτελέσματα είναι αμφισβητήσιμα, μπορούν να επιβεβαιωθούν με κάποια άλλη μέθοδο.