Πως χρησιμοποιείται;
Πότε ζητείται;
Πως αξιολογείται το αποτέλεσμα της εξέτασης;
Υπάρχει κάτι άλλο που πρέπει να γνωρίζω;
Πωςχρησιμοποιείται;
Εξετάσεις για αντισώματα καρδιολιπίνης (IgGκαι IgM) ζητώνται συχνά για τον καθορισμό της αιτίας θρομβωτικού επεισοδίου αγνώστου αιτιολογίας, επαναλαμβανόμενης αποβολής, ή θρομβοκυτταροπενίας. Μπορούν να ζητηθούν μαζί με την εξέταση αντιπηκτικό λύκου ώστε να βοηθήσουν στην μελέτη της αιτίας ενός παρατεινόμενου PTT (μερικώς ενεργοποιημένος χρόνος θρομβοπλαστίνης), κυρίως αν κλινικά ευρήματα υποδεικνύουν ότι ο ασθενής μπορεί να έχει SLE ή άλλο aυτοάνοσο νόσημα. Αν τα αρχικά αποτελέσματα της εξέτασης δεν είναι σημαντικά αλλά εξακολουθεί να υπάρχει κλινική υπόνοια, τότε μπορεί να ζητηθεί εξέταση για IgAαντίσωμα καρδιολιπίνης.
Αν μία ή περισσότερες από τις τάξεις των αντισωμάτων καρδιολιπίνης ανιχνευθούν, τότε οι ίδιες εξετάσεις επαναλαμβάνονται το λιγότερο σε 6 εβδομάδες ώστε να καθοριστεί αν η παρουσία αυτών είναι προσωρινή ή επιμένουσα. Αν ένας ασθενής με γνωστό αυτοάνοσο νόσημα δώσει αρνητικά αποτελέσματα στην εξέταση των αντισωμάτων καρδιολιπίνης, μπορεί να επαναλάβει αργότερα την εξέταση αφού τα συγκεκριμένα αντισώματα μπορούν να αναπτυχθούν οποιαδήποτε στιγμή στο μέλλον.
Πότε ζητείται;
Η εξέταση αντισώματα καρδιολιπίνης μπορεί να ζητηθεί όταν ένας ασθενής έχει συμπτώματα που υποδεικνύουν θρομβοτικό επεισόδιο, όπως πόνος και υπερβολικό πρήξιμο, κοφτές αναπνοές, ή πονοκεφάλους. Μπορεί επίσης να ζητηθεί όταν μία γυναίκα είχε επαναλαμβανόμενες αποβολές, και/ή να ζητηθεί μαζί με την εξέταση αντιπηκτικό λύκου ως επακόλουθο μιας παρατεινόμενης PTT εξέτασης. Όταν ένα αντίσωμα καρδιολιπίνης IgG, IgM, και/ή IgAανιχνευθεί, τότε μπορεί να επαναληφθεί αρκετές εβδομάδες αργότερα ώστε να καθοριστεί αν η παρουσία αυτών είναι προσωρινή ή επιμένουσα.
Αν δεν ανιχνευθούν αντισώματα καρδιολιπίνης σε ασθενή με aυτοάνοσο νόσημα, όπως SLE, εξετάσεις μπορούν να ζητηθούν στο μέλλον για να μελετηθεί η εξέλιξή τους.
Πως αξιολογείται το αποτέλεσμα της εξέτασης;
Ένα αρνητικό αποτέλεσμα σημαίνει μόνο ότι το αντίσωμα καρδιολιπίνης που εξετάστητκε (IgG, IgM, και/ή IgA) δεν υφίσταται την συγκεκριμένη στιγμή. Εφόσον τα αντισώματα καρδιολιπίνης είναι τα πιο συνηθισμένα από τα αντιφωσφολιπιδικά αντισώματα, δεν είναι ασυνήθιστο να βρεθούν, προσωρινά εξαιτίας μιας λοίμωξης ή ενός φαρμάκου, ή ασυμπτωματικά καθώς ένα άτομο μεγαλώνει. Χαμηλές έως μέτριες συγκεντρώσεις αντισωμάτων που βρίσκονται στις παραπάνω περιπτώσεις συνήθως δεν είναι σημαντικές, αλλά πρέπει να εξετάζονται σε συνδυασμό με τα συμπτώματα του ασθενή και άλλες κλινικές πληροφορίες.
Μέτρια έως υψηλά επίπεδα ενός ή περισσοτέρων αντισωμάτων καρδιολιπίνης τα οποία επιμένουν όταν επαναληφθεί η εξέταση μετά από 6 εβδομάδες υποδεικνύουν την συνεχιζόμενη παρουσία του συγκεκριμένου αντισώματος.
Υπάρχει κάτι άλλο που πρέπει να γνωρίζω;
Περιστασιακά, η εξέταση αντισωμάτων καρδιολιπίνης μπορεί να ζητηθεί ώστε να βοηθήσει στον καθορισμό της αιτίας μιας θετικής VDRL/RPRεξέτασης για σύφιλλη. Τα αντιδραστήρια (χημικά) που χρησιμοποιούνται για την εξέταση της σύφιλλης περιέχουν φωσφολιπίδια και μπορούν να προκαλέσουν ένα ψευδώς θετικό αποτέλεσμα σε ασθενείς με αντισώματα καρδιολιπίνης.
Έχει προταθεί πρόσφατα η δοκιμασία της πιο ειδικής δοκιμασίας ανθρώπινης αντι-βητα2-γλυκοπρωτεϊνης I(ß2-GPI) να αντικαταστήσει τη δοκιμασία της αντικαρδιολιπίνης για την ανίχνευση των αντιφωσφολιπιδικών αντισωμάτων.