Φλεγμονώδη νοσήματα του εντέρου
IBD, Νόσος Crohn, Ελκώδη κολίτιδα
Εξετάσεις
Η διάγνωση των IBD γίνεται κυρίως με μη εργαστηριακές εξετάσεις. Συγκεκριμένα η βασικότερη εξέταση είναι η βιοψία η οποία κάνει την διαφορική διάγνωση μεταξύ ελκώδους κολίτιδας και νόσου του Crohn. Παρ όλα αυτά ο εργαστηριακός έλεγχος αποτελεί ένα σημαντικό εργαλείο για τον αποκλεισμό άλλων αιτιών της διάρροιας, του κοιλιακού άλγους και της κολίτιδας. Τέτοια αίτια μπορεί να είναι οι ιογενείς ή βακτηριακές λοιμώξεις, οι παρασιτώσεις, οι φαρμακευτικές αγωγές, η κοιλιακή ή πυελική ακτινοβολία, ο καρκίνος του παχέος εντέρου και πολλές άλλες χρόνιες παθήσεις όπως η κοιλιοκάκη και η κυστική ίνωση.
Εργαστηριακές εξετάσεις
Οι εξετάσεις οι οποίες μπορεί να ζητηθούν για τον αποκλεισμό άλλων αιτιών της διάρροιας και της γαστρεντερικής φλεγμονής είναι:
• Καλλιέργεια κοπράνων για εντοπισμό πιθανής βακτηριακής λοίμωξης.
• Εξέταση ωαρίων και παρασίτων για εντοπισμό παρασίτων.
• Clostridium difficile για τον εντοπισμό της τοξίνης που παράγεται από τη βακτηριακή λοίμωξη και ανιχνεύεται μετά από αντιβιοτική θεραπεία.
• Εξέταση ανίχνευσης αίματος στα κόπρανα λόγω λοίμωξης, φλεγμονής και καρκίνου.
• Εξέταση ανίχνευσης λευκών αιμοσφαιρίων στα κόπρανα, η παρουσία των οποίων αποτελεί ένδειξη φλεγμονής της πεπτικής οδού.
• Αντί – τρανσγλουταμινάση ιστού και άλλες εξετάσεις για κοιλιοκάκη (βλέπε Εξετάσεις για Κοιλιοκάκη).
Οι εξετάσεις οι οποίες δεν είναι ειδικές για τα IBD αλλά μπορεί να γίνουν με σκοπό την ανίχνευση και την εκτίμηση της φλεγμονής και της αναιμίας που σχετίζονται με τα IBD περιλαμβάνουν:
• ΤΚΕ (Ταχύτητα καθίζησης ερυθρών αιμοσφαιρίων) για την ανίχνευση της φλεγμονής.
• CRP (C-αντιδρώσα πρωτεΐνη) για την ανίχνευση της φλεγμονής.
• Γενική εξέταση αίματος για την ανίχνευση της αναιμίας.
Οι εξετάσεις οι οποίες δεν χρησιμοποιούνται ευρέως αλλά μπορεί να ζητηθούν, χωρίζονται σε δύο ομάδες: εξετάσεις κοπράνων και εξετάσεις αντισωμάτων:
Εξετάσεις κοπράνων
Υπάρχουν δύο εξετάσεις στα κόπρανα που είναι διαθέσιμες για την ανίχνευση ουσιών που απελευθερώνονται από τα λευκά αιμοσφαίρια. Αυτές είναι οι:
• Καλπροτεκτίνη
• Λακτοφερρίνη
Αυτές οι ουσίες σχετίζονται με την φλεγμονή και τη δραστικότητα, την υποτροπή και τη σοβαρότητα της νόσου. Μπορεί να χρησιμοποιηθούν στην διάκριση μεταξύ των IBD και άλλων μην φλεγμονωδών παθήσεων καθώς και στην παρακολούθηση των IBD. Οι εξετάσεις αυτές, οι οποίες έχουν κερδίσει μόλις πρόσφατα το ενδιαφέρον της ιατρικής κοινότητας, μπορεί να αποδειχθούν πιο ευαίσθητες από τις συνηθισμένες εξετάσεις ανίχνευσης λευκών αιμοσφαιρίων στα κόπρανα.
Εξετάσεις αντισωμάτων
Αρκετές εξετάσεις για την ανίχνευση αντισωμάτων που εμφανίζονται σε άτομα με IBD μπορεί να ζητηθούν για να βοηθήσουν στην διάκριση μεταξύ των πιο συνηθισμένων μορφών των IBD, της ελκώδους κολίτιδας και της νόσου του Crohn. Δεν παρουσιάζουν μεγάλη ευαισθησία και δεν είναι ειδικές αρκετά ώστε να οδηγήσουν στην διάγνωση των νοσημάτων αυτών αλλά μπορεί να δώσουν στον γιατρό πρόσθετες πληροφορίες. Δεν χρησιμοποιούνται ευρέως και ο τελικός τους ρόλος δεν έχει ακόμα διευκρινιστεί. Αυτές είναι:
• Περιπυρηνικά Αντισώματα κατά των Κυτταροπλασματικών Αντιγόνων των Ουδετεροφίλων (pANCA). Είναι πιο συνηθισμένα στην ελκώδη κολίτιδα και εντοπίζονται περίπου στο 50% των ασθενών με αυτή και μόνο στο 5% με 20% αυτών με Νόσο του Crohn.
• Αντισώματα έναντι του Saccharomyces cerevisiae (ASCA), IgG και IgA. Τα αντισώματα αυτά είναι πιο συνηθισμένα στην νόσο του Crohn και εντοπίζονται περίπου στο 40% με 50% των ασθενών με αυτή. Από τα αντισώματα αυτά, τα IgG εντοπίζονται περίπου στο 20% των ασθενών με ελκώδη κολίτιδα ενώ τα IgA σε λιγότερο από το 1% αυτών.
• Αντισώματα έναντι των Clostridium spp (Anti-CBir1). Έχουν βρεθεί στο 50% των κρουσμάτων με νόσο του Crohn.
• Αντισώματα έναντι της Escherichia coli (Anti-Omp C). Σχετίζονται με την ταχέως αναπτυσσόμενη νόσο του Crohn.
• Αντισώματα έναντι της Pseudomonas fluorescens (Anti-I-2).
Αρκετοί από αυτούς τους δείκτες μπορεί να ζητηθούν σε συνδυασμό ώστε να αξιολογηθούν τα συνολικά ευρήματα. Πχ μπορεί να ζητηθούν συγχρόνως εξετάσεις αντισωμάτων ASCA, pANCA και Anti-Omp C με σκοπό να βοηθήσουν στην διάκριση μεταξύ νόσου του Crohn και ελκώδους κολίτιδας.
Μη εργαστηριακές εξετάσεις
Αυτές οι εξετάσεις χρησιμοποιούνται για να βοηθήσουν στην διάγνωση και στην παρακολούθηση της ελκώδους κολίτιδας και της νόσου του Crohn. Μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν για την ανίχνευση χαρακτηριστικών αλλαγών στην δομή και στους ιστούς της γαστρεντερικής οδού καθώς και των στενώσεων. Θα πρέπει να εκτελούνται με ιδιαίτερη προσοχή κατά την διάρκεια μίας οξείας έξαρσης των IBD καθώς υπάρχει μικρή πιθανότητα διάτρησης του εντέρου κατά την διάρκεια αυτών.
• Ακτινογραφία κοιλίας: η λήψη σκιαγραφικού με βάριο επιτρέπει την αξιολόγηση της κατάστασης των εντέρων.
• Σιγμοειδοσκόπηση: ένας λεπτός σωλήνας χρησιμοποιείται για να εξετάσει τα τελευταία εκατοστά του παχέος εντέρου.
• Κολονοσκόπηση: ένας λεπτός σωλήνας χρησιμοποιείται για να εξετάσει ολόκληρο το παχύ έντερο. Περιλαμβάνει ένα φως και μία κάμερα και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την λήψη βιοψιών.
Κατά τη διάρκεια της ενδοσκόπησης ή της κολονοσκόπησης μπορεί να γίνει βιοψία κατά την οποία δείγματα ιστού μελετώνται για ενδείξεις φλεγμονής και μη φυσιολογικών αλλαγών στις κυτταρικές δομές. Η εξέταση αυτή θεωρείται πολύ σημαντική για την διάγνωση και τη διαφορική διάκριση μεταξύ νόσου του Crohn και ελκώδους κολίτιδας λόγω των χαρακτηριστικών αλλαγών που παρατηρούνται.
Θεραπεία
Η θεραπεία για τα φλεγμονώδη νοσήματα του εντέρου στοχεύει στη μείωση της φλεγμονής, στην ανακούφιση των συμπτωμάτων όπως ο πόνος και η διάρροια, να ελέγξει και να θεραπεύσει την καταστροφή όπου είναι πιθανό, να εντοπίσει και να αντιμετωπίσει επιπλοκές και να συμπληρώσει τυχόν διατροφικές ελλείψεις. Καθώς η συνηθισμένη πορεία των IBD χαρακτηρίζεται από εξάρσεις και ενδιάμεσες υφέσεις, οι ανάγκες του ασθενούς με IBD ποικίλουν από άτομο σε άτομο και συχνά θα αλλάζουν με την πάροδο του χρόνου.
Οι ασθενείς με ελκώδη κολίτιδα ή κόσο του Crohn χρειάζονται τακτική παρακολούθηση και θα πρέπει να συνεργάζονται με τον γιατρό τους ώστε να ενημερώνονται για την κατάσταση τους. Παρ όλο που οι αλλαγές στον τρόπο ζωής, όπως αλλαγή της διατροφής, αύξηση της ξεκούρασης και μείωση του άγχους μπορεί να συμβάλλουν στην βελτίωση της ποιότητας ζωής και να επιμηκύνουν την περίοδο ύφεσης, δεν είναι δυνατό να εμποδίσουν μία έξαρση της νόσου. Τα οξεία συμπτώματα αντιμετωπίζονται με διάφορες φαρμακευτικές αγωγές. Τα φάρμακα αυτά είναι αποτελεσματικά, αλλά πολλά από αυτά μπορούν να χορηγηθούν μόνο για μικρές χρονικές περιόδους λόγω των παρενεργειών τους. Οι τρέχουσες θεραπείες περιλαμβάνουν την χρήση κορτικοστεροειδών, αντιφλεγμονωδών, ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων και αντιβιοτικών. Οι βιολογικές θεραπείες - φάρμακα δηλαδή τα οποία προέρχονται από ζωντανούς οργανισμούς και τα προϊόντα τους (όπως πρωτεΐνες) - μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν στην αντιμετώπιση των IBD. Ένα παράδειγμα αυτών είναι μία ομάδα φαρμάκων που ονομάζεται αντί – TNF και έχει στόχο να εμποδίσει και να απενεργοποιήσει τον παράγοντα νέκρωσης όγκου (TNF).
Μπορεί τελικά να χρειαστούν μία ή περισσότερες χειρουργικές επεμβάσεις ώστε να αφαιρεθεί ο κατεστραμμένος ιστός και να αντιμετωπισθούν τα συρίγγια και οι στενώσεις.