Ινομυαλγία
Εξετάσεις
Αυτή τη στιγμή, δεν υπάρχει καμία συγκεκριμένη εξέταση που να μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη διάγνωση της ινομυαλγίας. Το σύνδρομο διαγιγνώσκεται συνήθως από τη μελέτη του ιατρικού ιστορικού του ασθενούς, αποκλείοντας διαταραχές και ασθένειες που μπορεί να μιμούνται ή να επιδεινώνουν την ινομυαλγία και χρησιμοποιώντας τα κριτήρια που έχουν αναπτυχθεί από το Αμερικανικό Κολέγιο Ρευματολογίας (ACR) το 1990. Τα κριτήρια αυτά είναι:
1. Ιστορικό πόνου για παρατεταμένο χρονικό διάστημα, για τουλάχιστον τρεις μήνες στα τέσσερα τεταρτημόρια του σώματος – στο δεξιό και αριστερό πάνω μέρος του σώματος και στο δεξιό και αριστερό κάτω μέρος του σώματος: πόνος στον αξονικό σκελετό (του τραχήλου της μήτρας, κάτω από τη σπονδυλική στήλη, ή/και στο στήθος).
2. Πόνος σε 11 από 18 ευαίσθητα σημεία, εφαρμόζοντας πίεση άνω των 4 kg. [Εικονογράφηση θέσεων ευαίσθητων σημείων: εξέταση που πρέπει να εκτελείται από ειδικευμένο γιατρό.
Τα κριτήρια του ACR αναπτύχθηκαν αρχικά για την καθοδήγηση της έρευνας για την ινομυαλγία και δεν υπάρχει ομοφωνία για την κλινική τους χρήση. Επειδή τα συμπτώματα του ασθενούς μπορεί να ποικίλλουν, να εμφανίζονται και να φεύγουν, ο ασθενής μπορεί να μην πληροί τα κριτήρια αυτά τη στιγμή της εξέτασης Εν μέρει λόγω αυτού, το 2010, προτάθηκε μια τροποποίηση των διαγνωστικών κριτηρίων και έγινε προσωρινά αποδεκτή από την ACR. Τα προτεινόμενα διαγνωστικά κριτήρια αξιολογούν τη θέση του πόνου και τη σοβαρότητα του, αλλά δεν εστιάζουν σε συγκεκριμένα σημεία ευαισθησίας.
Ένα άτομο θα πρέπει να θεωρείται ότι έχει ινομυαλγία, εφόσον πληρούνται τα ακόλουθα:
- Βάση του ευρέως εκτεταμένου δείκτη πόνου WPI και της κλίμακας βαρύτητας συμπτωμάτων SS, ο ασθενής θα πρέπει να έχει WPI ≥ 7 και SS ≥ 5 ή WPI 3-6 και SS ≥ 9.
- Τα συμπτώματα πρέπει να διατηρούνται στα ίδια επίπεδα βαρύτητας για τουλάχιστον 3 μήνες.
- Ο ασθενής δεν θα πρέπει να έχει άλλη διαταραχή που θα μπορούσε να δικαιολογήσει τον πόνο.
Τα κριτήρια αυτά δεν έχουν ακόμα καθιερωθεί παγκοσμίως οπότε οι γιατροί θα πρέπει να αξιολογούν και άλλα δεδομένα.
Εργαστηριακές εξετάσεις
Οι εργαστηριακές εξετάσεις μπορεί να αποδειχθούν χρήσιμες στη διάγνωση παθολογικών καταστάσεων με συμπτώματα παρόμοια με την ινομυαλγία και να ταυτοποιήσουν διαταραχές που μπορούν να συνυπάρχουν με την ινομυαλγία, όπως η ρευματοειδής αρθρίτιδα, το σύνδρομο Sjogren, η ασθένεια του θυρεοειδούς και ο λύκος. Δεν είναι συνήθως οικονομικά αποδοτικό ή αναγκαίο να κάνει κάποιος εκτεταμένο έλεγχο.
Ανάμεσα στις εξετάσεις που μπορούν να συνταγογραφηθούν περιλαμβάνονται οι:
- CMP(πλήρη μεταβολικό προφίλ): ώστε να προσδιοριστούν οι ηλεκτρολύτες, οι πρωτεΐνες, η λειτουργία του ήπατος και των νεφρών, το ασβέστιο και η γλυκόζη.
- Γενική εξέταση αίματος (CBC): ώστε να διερευνηθεί η πιθανότητα αναιμίας και διαταραχών στα λευκά και ερυθρά αιμοσφαίρια.
- TSH(θυρεοειδοτρόπος ορμόνη) και/ή άλλες εξετάσεις θυρεοειδούς όπως oυποθυρεοειδισμός που μπορούν να προκαλέσει συμπτώματα παρόμοια με την ινόμυαλγία.
- ΑΝΑ (αντιπυρηνικά αντισώματα): για να αποκλεισθούν αυτοάνοσες παθήσεις.
- CK(κινάση κρεατινίνης): για να αποκλεισθούν άλλες παθολογικές καταστάσεις που προκαλούνξ μυϊκή αδυναμία ή πόνο.
Ο γιατρός σας θα εξετάσει τα αποτελέσματα των γενικών εξετάσεων σας, το ιστορικό σας (συμπεριλαμβανομένου του οικογενειακού ιστορικού και των παραγόντων κινδύνου για ορισμένες ασθένειες) καθώς και τα ευρήματα της κλινικής σας εξέτασης. Με βάση τα ευρήματα αυτά, θα μπορούσαν να γίνουν ορισμένες πρόσθετες εξετάσεις.
Μερικές πολύ εξειδικευμένες εργαστηριακές εξετάσεις, όπως η μέτρηση της Ουσίας Ρ (νευροχημική ουσία που σηματοδοτεί τον εγκέφαλο για την καταγραφή του πόνου), χρησιμοποιούνται ερευνητικά για την κατανόηση της αιτίας και της πορείας της ινομυαλγίας, αλλά δεν θεωρούνται ακόμα στα κλινικά εργαστήρια.
Μη εργαστηριακές εξετάσεις
Για την αξιολόγηση συμπτωμάτωνπου σχετίζονται με την ινομυαλγία μπορεί να ζητηθεί και ηλεκτρομυογράφημα για την αξιολόγηση μυών και νεύρων.
Μερικές φορές, μπορεί να ζητηθούν απεικονιστικές εξετάσειςώστε να αποκλειστεί όποια διαταραχή προκαλεί συμπτώματα παρόμοια με την ινομυαλγία. Τέτοια εξέταση είναι η MRI (μαγνητική τομογραφία) η οποία μπορεί να αποκλείσει τη σκλήρυνση κατά πλάκας.