Φαινυτοΐνη

Επίσης γνωστό ως: Dilantin
Επιστημονική ονομασία: Φαινυτοΐνη
Σχετικές εξετάσεις: Ther. Drug Monitoring

Τι προσδιορίζεται;
Η εξέταση αυτή γίνεται για να μετρηθούν τα επίπεδα του φαρμάκου στο αίμα και να ρυθμισθούν ανάλογα οι δόσεις της φαινυτοΐνης που λαμβάνει ο ασθενής. Η φαινυτοΐνη χρησιμοποιείται για τον έλεγχο των επιληπτικών κρίσεων. Στη διάρκεια των  επιληπτικών κρίσεων διαταράσσεται προσωρινά η  ομαλή ροή ηλεκτρικών σημάτων του εγκεφάλου. Ο ασθενής μπορεί να παρουσιάσει προσωρινή απώλεια της συνειδήσεως, διαταραχές της όρασης, της  οσμής και της γεύσης ή και απώλεια της ισορροπίας και βίαιους σπασμούς.

Επιληπτικές κρίσεις μπορεί να εμφανισθούν στον οποιοδήποτε και σε οποιαδήποτε ηλικία. Πιθανά αίτια θεωρούνται ο υψηλός πυρετός, σοβαρές λοιμώξεις, τραύματα της κεφαλής, έκθεση σε τοξίνες ή ορισμένα φάρμακα, διακοπή κατάχρησης αλκοόλ, σοβαρή υπογλυκαιμία, μεταβολικές διαταραχές ή όγκοι του εγκεφάλου. Επιληπτικές κρίσεις μπορεί να παρατηρηθούν ακόμη και στα νεογέννητα, σαν αποτέλεσμα τραύματος στον εγκέφαλο κατά την ενδομήτρια ζωή ή κατά τη διάρκεια του τοκετού, Συχνά το αίτιο της επιληψίας παραμένει αδιευκρίνιστο, ενώ η συχνότητα καθώς και η βαρύτητα της νόσου κυμαίνεται από άτομο σε άτομο, αλλά ακόμη και στο ίδιο άτομο μεταβάλλεται με την πάροδο  του χρόνου. Κάποιοι ασθενείς εμφανίζουν μία και μόνον επιληπτική κρίση, ενώ άλλοι εμφανίζουν σποραδικές ή επαναλαμβανόμενες κρίσεις. Σε σπάνιες περιπτώσεις η επιληπτική κρίση δεν σταματά παρά μόνον με ιατρική βοήθεια. Γενικά μετά την κρίση ακολουθεί η πλήρης ανάνηψη του ατόμου, όμως υπάρχει η πιθανότητα του τραυματισμού από τις έντονες μυϊκές συσπάσεις  ή τις πτώσεις λόγω απώλειας της ισορροπίας. Σε κάποιες περιπτώσεις οι επαναλαμβανόμενες κρίσεις μπορεί να επιφέρουν προοδευτική έκπτωση της εγκεφαλικής λειτουργίας.

Η φαινυτοΐνη χορηγείται για τον έλεγχο και την αποφυγή ορισμένων μορφών επιληπτικών επεισοδίων. Μετά την έγκριση της το 1938, η φαινυτοΐνη χρησιμοποιείται ευρέως, όμως σιγά-σιγά αντικαθίσταται από νεώτερα φάρμακα. Τα επίπεδα της φαινυτοΐνης πρέπει να παραμένουν μέσα σε ένα στενό θεραπευτικό παράθυρο.  Τα χαμηλά υποθεραπευτικά επίπεδα μπορεί να οδηγήσουν σε επανεμφάνιση των επιληπτικών επεισοδίων. Τα υψηλά τοξικά επίπεδα οδηγούν σε εμφάνιση παρενεργειών, όπως απώλεια της ισορροπίας και πτώση, νυσταγμό  (ακούσιες ρυθμικές κινήσεις των ματιών), σύγχυση, διαταραχές του λόγου, τρόμο ή υπόταση.
 [Back to top]
Η διατήρηση σταθερών επιπέδων της φαινυτοΐνης στο αίμα μπορεί να είναι δύσκολη. Το φάρμακο μεταβολίζεται στο ήπαρ και απεκκρίνεται στα ούρα. Η ταχύτητα με την οποία τα ηπατικά ένζυμα μεταβολίζουν τη φαινυτοΐνη διαφέρει από ασθενή σε ασθενή και εξαρτάται από την κατάσταση του ήπατος και την ηλικία του ασθενούς. Τα παιδιά την μεταβολίζουν με ταχύτερο ρυθμό ενώ οι ηλικιωμένοι με βραδύτερο. Όταν  ο οργανισμός ενός ασθενούς υπό θεραπεία με φαινυτοΐνη, φθάσει στο μέγιστο της ικανότητας του μεταβολισμού του φαρμάκου, τότε μικρή αύξηση των λαμβανόμενων δόσεων φαινυτοΐνης  μπορεί να προκαλέσει μεγάλη αύξηση της συγκέντρωσης του φαρμάκου στο αίμα, προκαλώντας τοξικά φαινόμενα. Η φαινυτοΐνη συνδέεται σε υψηλό ποσοστό με τις πρωτεΐνες του αίματος.  Δραστικό είναι το ελεύθερο κλάσμα του φαρμάκου. Επομένως εάν ένας ασθενής έχει λιγότερη από το φυσιολογικό ποσότητα ολικών πρωτεϊνών στο αίμα του, τότε το ποσοστό του δραστικού κλάσματος της φαινυτοΐνης θα είναι αυξημένο.   Επιπλέον, η φαινυτοΐνη αλληλεπιδρά με άλλα φάρμακα και η αλληλεπίδραση αυτή προκαλεί και μεταβολές στην αποτελεσματικότητα της χορηγούμενης φαρμακευτικής αγωγής.

Το συνολικό αποτέλεσμα δεν μπορεί να προβλεφθεί. Η δοσολογία της φαινυτοΐνης πρέπει να ρυθμιστεί με προσοχή, ωσότου επιτευχθεί μια σταθερή συγκέντρωση στο αίμα. Η ποσότητα της  φαινυτοΐνης που απαιτείται για να φθάσει σε σταθερή συγκέντρωση στο αίμα μπορεί να διαφέρει από άτομο σε άτομο και μπορεί να μεταβληθεί με την πάροδο του χρόνου. Ο γιατρός πρέπει κάθε χρονική στιγμή να αξιολογεί την κατάσταση του ασθενούς του και ανάλογα να ρυθμίζει την αγωγή του. Οι παρενέργειες που πιθανόν να εμφανισθούν είναι
   υπερτροφία των ούλων και/ή των λεμφαδένων
   υπερτρίχωση
   αϋπνία
   ναυτία
   σύγχυση
  δυσκαταποσία
  κόπωση
  εξανθήματα
 
Σε μερικές περιπτώσεις η σοβαρότητα των παρενεργειών προκαλεί αλλαγή του χορηγούμενου αντιεπιληπτικού φαρμάκου.

Τροποποιήθηκε τελευταία φορά19.05.2010