Τι είναι η ελονοσία?
Η ελονοσία ( μαλάρια) είναι μια μεταδοτική ασθένεια η οποία προκαλείται από το παράσιτο Πλασμώδιο. Τα παράσιτα μεταδίδονται μέσω των θηλυκών κουνουπιών. Υπάρχουν τέσσερις κύριοι τύποι του είδους Plasmodium (P) τα οποία μολύνουν τον άνθρωπο. Το Plasmodium vivax και το Plasmodium ovale, τα οποία προκαλούν υποτροπιασμό της ασθένειας, και το Πλασμώδιο της Ελονοσίας (Plasmodium malariae) και το Plasmodium falciparum, τα οποία δεν προκαλούν υποτροπιασμό. Πρόσφατα, αναγνωρίστηκε ότι ένα πέμπτο είδος το οποίο μεταδίδεται στους πιθήκους, το Plasmodium knowlesi, φυσιολογικά μπορεί να μεταδοθεί στους ανθρώπους και επίσης, έχει βρεθεί σε διάφορες περιοχές της Νότιας Ασίας. Σπάνια, η μόλυνση μπορεί να μεταδοθεί από μια γυναίκα στο μωρό κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ή του τοκετού (μόλυνση εκ γενετής), ή να μεταδοθεί μέσω μετάγγισης αίματος, μεταμόσχευσης οργάνων ή μέσω βελόνας ή σύριγγας.
Όταν ένας άνθρωπος τσιμπηθεί από μολυσμένο κουνούπι, τα παράσιτα εισέρχονται στο κυκλοφορικό σύστημα και ταξιδεύουν στο ήπαρ. Ένα άτομο, αφού μολυνθεί, υπάρχει συνήθως μία περίοδος επώασης 7-30 ημερών, μετά την οποία τα παράσιτα εισέρχονται στα ερυθρά αιμοσφαίρια (RBCs). Έπειτα πολλαπλασιάζονται μέσα σε αυτά τα κύτταρα, τα οποία υφίστανται ρήξη μέσα σε 48 με 72 ώρες, προκαλώντας πολλά από τα συμπτώματα της ελονοσίας και αναπτύσσουν υποτροπιασμό ο οποίος προκαλείται από τα P. vivax και P. οvale καθώς τα παράσιτα μπορούν να μένουν σε λανθάνουσα κστάσταση στο συκώτι πριν εισέλθουν ξανά στο κυκλοφορικό σύστημα και να προκαλέσουν συμπτώματα για μήνες, ή ακόμα και χρόνια μετά την αρχική μόλυνση. Ενώ κάθε λοίμωξη της ελονοσίας η οποία μένει αθεράπευτη μπορεί να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα υγείας και θάνατο, η λοίμωξη από το P. falciparum είναι πιο πιθανό να προκαλέσει ασθένεια απειλητική για τη ζωή, όπως και το πρόσφατα αναγνωρισμένο P. knowlesi.
Οι περισσότερες λοιμώξεις και θάνατοι από ελονοσία συμβαίνουν στην Αφρική. Η ελονοσία επίσης υπάρχει σε περιοχές της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής, σε περιοχές της Καραϊβικής, την Ασία (συμπεριλαμβανομένου τη Νότια Ασία, τη Νοτιοανατολική Ασία, και τη Μέση Ανατολή), την ανατολική Ευρώπη και τον Νότιο Ειρηνικό. Παγκοσμίως, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ( WHO World Health) υπολογίζει ότι 3.3 δισεκατομμύρια άνθρωποι είναι σε κίνδυνο. Το 2008, υπήρχαν 247 εκατομμύρια περιπτώσεις ελονοσίας και σχεδόν ένα εκατομμύριο θάνατοι. Η πλειοψηφία των θανάτων που προκλήθηκε από μόλυνση από το P. falciparum ήταν σε αφρικανά παιδιά.
Περιπτώσεις ελονοσίας στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι σπάνιες. Πιο συχνά συμβαίνουν μεταξύ εκείνων οι οποίοι ταξίδεψαν σε μέρη του κόσμου όπου η μόλυνση από ελονοσία είναι συχνή (ενδημία).
Κίνδυνος για τους ταξιδιώτες
Είναι σημαντικό οι άνθρωποι οι οποίοι ταξιδεύουν σε περιοχές όπου η ελονοσία είναι ενδημική, να ενημερώνονται από κάποιον φορέα παροχής υγειονομικής περίθαλψης σχετικά με την προστασία από την ελονοσία πριν ταξιδέψουν. Ο κίνδυνος έκθεσης σε ελονοσία μπορεί να αξιολοξηθεί και να ληφθούν κατάλληλες προφυλάξεις πριν, κατά τηδιάρκεια και μετά το ταξίδι τους. Ακόμα και εκείνοι οι οποίοι είχαν ελονοσία στο παρελθόν μπορεί να μολυνθούν ξανά. Παρομοίως, άνθρωποι οι οποίοι προέρχονται από ενδημικές περιοχές είναι σε κίνδυνο όταν επιστρέφουν για επίσκεψη.
Για τους ταξιδιώτες, ο κίνδυνος μετάδοσης της ελονοσίας εξαρτάται από την εποχή του χρόνου, τη χώρα ή τις χώρες επίσκεψης, συμπεριλαμβανομένου και ειδικές περιοχές επίσκεψης μέσα σε μια χώρα, τον χρόνο παραμονής, και το είδος των δραστηριοτήτων. Για παράδειγμα, ένας ταξιδιώτης προς την Δυτική Αφρική ο οποίος μετακινείται και κοιμάται σε σκηνές για μερικές εβδομάδες, βρίσκεται σε μεγαλύτερο κίνδυνο από κάποιον ο οποίος διαμένει μία ή δύο μέρες σε μια χώρα με σχετικά χαμηλή συχνότητα ελονοσία και μένει σε ξενοδοχείο με κλειστά παράθυρα και κλιματισμό. Σύμφωνα με το CDC (the Centers for Disease Control and Prevention), εκτιμάται ότι τα μέρη του κόσμου με τον σχετικά υψηλότερο κίνδυνο λοίμωξης σε ταξιδιώτες είναι η Δυτική Αφρική και τα τροπικά νησιά του Ειρηνικού.
Για λεπτομέρειες επισκεφθείτε την ιστοσελίδα του CDC σχετικά με Malaria Risk Information and Prophylaxis, by Country.
Ενδείξεις και συμπτώματα της ελονοσίας μπορεί να είναι γενικά και όχι ειδικά, έτσι σημαντικό είναι ο γιατρός να λαμβάνει ιατρικό ιστορικό και οι ασθενείς να ενημερώνουν το γιατρό σχτικά με το αν ταξίδεψαν σε ενδημικές χώρες, ακόμα και αν ακολούθησαν προληπτικά μέτρα προσεκτικά.
Συχνά, η ελονοσία παρουσιάζεται ως μια ασθένεια η οποία μοιάζει με γρίπη και χαρακτηρίζεται από πυρετό, ρίγη, ιδρώτα, πονοκέφαλο, πόνο και αδιαθεσία. Μερικοί εμφανίζουν γαστρεντερικά συμπτώματα ναυτίας, εμετό και διάρροια. Αναιμία και ίκτερος μπορούν να συμβούν. Αυτά τα συμπτώματα μπορούν να εμφανιστούν μόλις 7 ημέρες μετά την μόλυνση ή και μετά από μερικούς μήνες μετά την επιστροφή του ταξιδιώτη στη χώρα του, αλλά η πιο τυπική εμφάνισή τους γίνεται περίπου στις 14 ημέρες μετά την έκθεση.
Ενδείξεις και συμπτώματα εμφανίζονται αφού τα παράσιτα αναδυθούν από το στάδιο του ήπατος και εισέλθουν στα ερυθρά αιμοσφαίρια για να πολλαπλασιαστούν, προκαλώντας την λύση τους. Τα συμπτώματα είναι κυκλικά: επιδείνωση και βελτίωση κάθε 2-3 η μέρες καθώς όλο και περισσότερα ερυθρά αιμοσφαίρια μολύνονται και λύονται. Ένα μολυσμένο άτομο μπορεί να έχει διογκωμένο ήπαρ ή σπλήνα, αλλά μπορεί και να υπάρξουν λίγες άλλες ενδείξεις οι οποίες μπορούν να εντοπιστούν και από μία σωματική εξέταση.
Η σοβαρή ελονοσία, η οποία μπορεί κυρίως να προκληθεί από το P. falciparum, είναι απειλητική για τη ζωή. Μπορεί να επιδράσει στον εγκέφαλο, τα νεφρά, τους πνεύμονες, προκαλώτας συμπτώματα όπως επιληπτικές κρίσεις, διανοητική σύγχυση, οξεία αναπνευστική δυσχέρεια και κώμα. Μπορεί να προκαλέσει πολυοργανική ανεπάρκεια ή και θάνατο. Όταν επιδράσει στον εγκέφαλο, ονομάζεται εγκεφαλική μαλάρια.
Εργαστηριακές εξετάσεις
Η εξέταση γίνεται για τη βοήθεια στην διάγνωση της ελονοσίας, την παρακολούθηση υποτροπιασμών και τον καθορισμό της ευαισθησίας των παρασίτων,τα οποία προκάλεσαν τη λοίμωξη, στα φάρμακα.
Παχείες και λεπτές σταγόνες αίματος
Η διάγνωση της ελονοσίας περιλαμβάνει επεξεργασία παρασκευασμάτων αίματος. Για ένα παρασκεύασμα αίματος, μία σταγόνα αίματος εφαρμόζεται και απλώνεται σε αντικειμενοφόρο πλάκα. Έπειτα γίνεται επεξεργασία με ειδική χρώση και εξετάζεται σε μικροσκόπιο. Τυπικά, δύο πυκνά και δύο λεπτά επιχρίσματα προετοιμάζονται. Αυτές οι εξετάσεις είναι αυτή τη στιγμή ο «χρυσός κανόνας» για την ανίχνευση και αναγνώριση της μαλάρια. Απαιτείται εξέταση από εκπαιδευμένο και έμπειρο εργαστηριακό.
Ο αριθμός των παρασίτων της μαλάρια που είναι παρόντα στο αίμα κυμαίνεται σε μία δεδομένη στιγμή. Άρα, αν δε φανούν καθόλου παράσιτα στην αρχική δέσμη των παρασκευασμάτων και ο γιατρός ακόμα υποπτεύεται μαλάρια, εξετάζονται επιπλέον και άλλα δείγματα αίματος. Τα δείγματα συγκεντρώνονται μεταξύ 8 έως 12 ωρών για 2 με 3 ημέρες για να αυξηθεί η πιθανότητα ανίχνευσης των παρασίτων. Είναι πλεονέκτημα αν η συλλογή του δείγματος συμπίπτει με την εμφάνιση ενδείξεων και συμπτωμάτων αφού αυτή τη στιγμή τα παράσιτα είναι πιο πιθανόν να ανιχνευτούν στο αίμα.
Εξετάσεις σε πυκνά παρασκευάσματα είναι πιο ευαίσθητες για την ελονοσία. Μεγαλύτερος όγκος αίματος εξετάζεται σε μικροσκόπιο και επομένως τα παράσιτα είναι πιθανότερο να εντοπιστούν. Λεπτά παρασκευάσματα περιέχουν λιγότερα κύτταρα αίματος και επιτρέπουν την αναγνώριση του τύπου Plasmodium το οποίο προκαλεί τη φλεγμονή. Ο αριθμός των μολυσμένων ερυθρών αιμοσφαιρίων μπορούν επίσης να υπολογιστούν ώστε να καθοριστεί ο βαθμός της μόλυνσης του ατόμου. (το φορτίο του παράσιτου). Αυτή η πληροφορία είναι ιδανική για κατάλληλη θεραπεία.
Γρήγορες εξετάσεις (εξετάσεις αντιγόνων)
Όταν το μικροσκόπιο δεν είναι εύκολα διαθέσιμο, ταχείες διαγνωστικές εξετάσεις μπορούν να χρησιμοποιηθούν αντί για επιχρίσματα αίματος. Αυτές οι εξετάσεις ανιχνεύουν αντιγόνα της μαλάρια (πρωτεΐνες) σε δείγμα αίματος (λαμβάνεται συνήθως με ένα τρύπημα στο δάχτυλο), και δείχνει ένα θετικό αποτέλεσμα όταν γίνεται αλλαγή χρώματος στο strip. Μερικές φορές ονομάζονται και εξετάσεις με ταινία.
Είναι διαθέσιμες διαφορετικές γρήγορες εξετάσεις, αφού έχουν ποικίλες ικανότητες στο τι ανιχνεύουν. Για παράδειγμα, κάποιες γρήγορες εξετάσεις μπορούν να ανιχνεύουν και τα τέσσερα συνηθισμένα είδη (P. falciparum, P. vivax, P. ovale, P. malariae) αλλά δεν μπορούν να τα διακρίνουν μεταξύ τους. Άλλες είναι συνδυασμός εξετάσεων που μπορούν να ανιχνεύουν και τα τέσσερα συνηθισμένα είδη και να αναγνωρίζουν ειδικά αν το P. falciparum είναι παρόν. Ο τύπος της ταχείας εξέτασης που χρησιμοποιείται εξαρτάται από τον πληθυσμό των ασθενών και τους στόχους που επιτυγχάνονται στις γρήγορες εξετάσεις.
Τον Ιούνιο του 2007, ο Αμερικανικός Οργανισμός Φαρμάκων ενέκρινε την πρώτη γρήγορη εξέταση για την ελονοσία. Εγκρίθηκε για χρήση από τα νοσοκομεία και τα εργαστήρια αναφοράς, αλλά όχι για τα γραφεία των ιατρών ούτε για εξετάσεις στο σπίτι. Αυτές οι ταχείες εξετάσεις επιτρέπουν γρηγορότερη διάγνωση και θεραπεία. Ωστόσο, συνίσταται τα θετικά αποτελέσματα να ακολουθούνται από επιχρίσματα αίματος για επιβεβαίωση και καθορισμό της έκτασης της λοίμωξης.
Εξετάσεις μοριακού ελέγχου ( Αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης, PCR)
Η αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης είναι μία εργαστηριακή μέθοδος η οποία ενισχύει το DNA των παρασίτων και επιτρέπει την ανίχνευση και αναγνώριση του είδουςPlasmodium. Αυτή η εξέταση χρησιμοποιείται για επιβεβαίωση της διάγνωσης στα εργαστήρια όπου υπάρχει έλλειψη εκπαίδευσης και εμπειρίας στην εξέταση για μαλάρια σε μικροσκόπιο. Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για την διευκρίνιση της παρουσίας του Plasmodium αν τα αποτελέσματα του επιχρίσματος αίματος δεν είναι ξεκάθαρα. Αλλιώς, είναι χρήσιμη σε περιπτώσεις χαμηλού φορτίου των παρασίτων ή μικτών λοιμώξεων, όπου το μικροσκόπιο μπορεί να είναι λιγότερο ακριβές. Το κόστος αυτής της τεχνικής μοριακού ελέγχου περιορίζει τη χρήση της σε περιοχές όπου η ελονοσία είναι ενδημική.
Εξετάσεις αντισωμάτων (ορολογικές)
Ορολογικές εξετάσεις ανιχνεύουν αντισώματα στο αίμα τα οποία παράγονται από το σώμα προς απάντηση στη λοίμωξη από μαλάρια. Δεν μπορούν να διαγνώσουν μία οξεία λοίμωξη, αλλά βοηθούν στη λήψη της πληροφορίας σχετικά με το αν ένα άτομο είχε εκτεθεί παλαιότερα. Αυτές οι εξετάσεις δεν χρησιμοποιούνται στη ρουτίνα αφού η διάγνωση μπορεί να γίνει πιο σύντομα μέσω εντοπισμού των παρασίτων σε μικροσκόπιο ή του DNA τους, αντί της αναμονής της ανοσολογικής απόκρισης η οποία γίνεται εβδομάδες αργότερα.
Έλεγχος της ευαισθησίας
Μερικά παράσιτα της ελονοσίας έχουν αποκτήσει ανθεκτικότητα στα φάρμακα τα οποία χρησιμοποιούνται συνήθως για τη θεραπεία. Κάποια ειδικά εργαστήρια μπορούν να εξετάσουν τα παράσιτα ενός ατόμου ο οποίος νοσεί ώστε να ελεγχθεί η ευαισθησία τους στα φάρμακα. Αυτό μπορεί να γίνει είτε με καλλιέργεια των παρασίτων παρουσία αυξανόμενων ποσοτήτων φαρμάκου και παρατηρώντας την επίδραση του φαρμάκου στο παράσιτο ή εξετάζοντας το DNA του ώστε να ανιχνευτούν δείκτες οι οποίοι δείχνουν ανθεκτικότητα. Η τελευταία μέθοδος η οποία περιγράφηκε ακόμα αξιολογείται.
Πρόληψη
Είναι σημαντικό όσοι επισκέπτονται ή μετακινούνται σε χώρες οι οποίες εκτίθενται σε μαλάρια να ψάχνουν ιατρική συμβουλή πριν από το προγραμματισμένο ταξίδι. Αυτό περιλαμβάνει μετανάστες οι οποίοι επιστρέφουν στη χώρα καταγωγής τους για να επισκεφθούν φίλους και συγγενείς. Οι οργανισμοί CDC (Centers for Disease Control and Prevention) και WHO (World Health Organization) παρέχουν πληροφορίες σχετικά με συμβουλευτικά μέτρα για την πρόληψη της έκθεσης και λοίμωξης.
Όλοι οι ταξιδιώτες θα έπρεπε ατομικά να χρησιμοποιούν προστατευτικές μεθόδους ώστε να αποφευχθούν τα τσιμπήματα από κουνούπια, ειδικά από το σούρουπο μέχρι την αυγή. Ένα από τα πιο σημαντικά μέσα προστασίας είναι η χρήση κουνουπιέρων για τον ύπνο, ειδικά εάν η διαμονή δεν περιλαμβάνει κλιματισμό ή σήτες. Πρέπει να φορούν ανοιχτόχρωμα, φαρδιά ρούχα, μακρυμάνικες μπλούζες και μακριά παντελόνια, και πρέπει να χρησιμοποιούνται εντομοαπωθητικά με επαρκές DEET. Μπορούν να χρησιμοποιηθούν ρούχα και πλέγματα εμποτισμένα με Permethrin από εκείνους που βρίσκονται σε μεγάλο κίνδυνο.
Μερικές φορές, η φαρμακευτική αγωγή εναντίον της μαλάρια λαμβάνεται για να εμποδιστεί η λοίμωξη (προφύλαξη). Δεν απαιτείται από όλους όσους ταξιδεύουν σε ενδημικές περιοχές. Η χρήση μιας τέτοιας αγωγής ενέχει κινδύνους παρενεργειών, έτσι φάρμακα, όπως χλωροκίνη (chloroquine), μπορεί να χρησιμοποιηθεί αφού ληφθεί σοβαρά υπόψη ο κίνδυνος. Παράγοντες οι οποίοι πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη περιλαμβάνουν τους ειδικούς προορισμούς του ταξιδιού, την εποχή του ταξιδιού, τον τύπο και διάρκειά του, και το ιατρικό ιστορικό του ατόμου. Ο τύπος της αγωγής που συνίσταται εξαρτάται από την αντοχή του φαρμάκου και το ιστορικό του κάθε ατόμου. Το Plasmodium falciparum γίνεται όλο και πιο ανθεκτικό στις πιο συνηθισμένες καθορισμένες φαρμακευτικές αγωγές εναντίον της μαλάρια, όπως η χλωροκίνη, έτσι σε εκείνους που ταξιδεύουν σε περιοχές όπου αυτός ο τύπος μαλάρια είναι συνηθισμένος, μπορεί να καθοριστούν άλλου είδους φάρμακα, συμπεριλαμβανομένου και το mefloquine, atovaquone/Proguanil, και doxycycline.
Είναι πολύ σηματικό η προφύλαξη να γίνεται όπως ορίζεται, καθώς και η συνέχιση όλης της πορείας για το καθορισμένο χρονικό διάστημα, ακόμα και μετά την επιστροφή από ένα ταξίδι, όταν δεν υπάρχει πια κίνδυνος για έκθεση σε μαλάρια.
Θεραπεία
Διάγνωση και θεραπεία είναι κρίσιμα αφού η ελονοσία μπορεί να είναι απειλητική για τη ζωή. Οι ταξιδιώτες οι οποίοι αναπτύσσουν συμπτώματα της ελονοσίας κατά τη διάρκεια του ταξιδιού ή μετά θα πρέπει να αποζητούν ιατρική προσοχή όσο το δυνατόν πιο σύντομα. Εξαιτίας της καθυστέρησης των ενδείξεων και συμπτωμάτων της ελονοσίας, οι γιατροί είναι απαραίτητο να έχουν όλο το ιστορικό του ταξιδιού του ασθενή.
Η θεραπεία καθορίζεται από τα είδη του Plasmodium το οποίο προκαλεί τη λοίμωξη, τη γεωγραφική περιοχή όπου συνέβη η λοίμωξη (και της αντοχής τους στο φάρμακο), και πόσο άρρωστος είναι ο ασθενής. Γυναίκες έγκυες ή που θηλάζουν και παιδιά απαιτούν ιδιαίτερη προσοχή. Ασθενείς με μη περίπλοκη μαλάρια μπορούν θεραπευτούν με από του στόματος φαρμακευτική αγωγή. Ωστόσο, πιο σοβαρή ασθένεια απαιτεί ενδοφλέβια φαρμακευτική αγωγή. Η χλωροκίνη χρησιμοποιείται συχνά στη θεραπεία κατά της μαλάρια. Ωστόσο, μπορεί να χρειαστεί και άλλη φαρμακευτική αγωγή σε περιπτώσεις αντοχής στο φάρμακο χλωροκίνη. Η οργάνωση WHO συστήνει θεραπεία, ειδικά για το P. falciparum, με ACT (atemisinin-based combination therapy).
Η λοίμωξη από το P. vivax και P. οvale μπορεί να υποτροπιάσει αφού το παράσιτο μπορεί να παραμένει σε λανθάνουσα κατάσταση στο ήπαρ, και σε αυτή την περίπτωση απαιτείται επιπλέον θεραπεία.