Τι είναι η αντίσταση στην ινσουλίνη;

Η αντίσταση στην ινσουλίνη είναι η μειωμένη ικανότητα, κυρίως των μυϊκών ιστών και των ιστών του λίπους (λιπώδης ιστός), να ανταποκριθούν στη δράση της. Η ινσουλίνη είναι μία ορμόνη που παράγεται από τα β-κύτταρα του παγκρέατος. Φυσιολογικά μετά από κάθε γεύμα απελευθερώνονται μικρές ποσότητες ινσουλίνης για να βοηθήσουν στη μεταφορά της γλυκόζης στα σωματικά κύτταρα, όπου η γλυκόζη είναι αναγκαία για την παραγωγή ενέργειας. Επειδή τα κύτταρα χρειάζονται γλυκόζη για να την επιβίωση τους, ο οργανισμός ενός ανθεκτικού στην ινσουλίνη ατόμου ισοσταθμίζει την έλλειψη παράγοντας επιπλέον ποσότητες της ορμόνης. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη παρουσία υψηλών επιπέδων ινσουλίνης στο αίμα (υπερινσουλιναιμία) και την υπερβολική διέγερση ορισμένων ιστών που έχουν παραμείνει ευαίσθητοι στην ινσουλίνη. Με τον καιρό, αυτή η διαδικασία προκαλεί ανισορροπία μεταξύ γλυκόζης και ινσουλίνης και, χωρίς θεραπεία, μπορεί τελικά να προκαλέσει προβλήματα υγείας επηρεάζοντας διάφορα μέρη του σώματος.

Η υπερινσουλιναιμία και η ανθεκτικότητα στην ινσουλίνη σχετίζονται με αλλαγές στη συγκέντρωση και στις σχετικές ποσότητες των λιπιδίων του σώματος, αυξάνοντας σημαντικά την ποσότητα των τριγλυκεριδίων και της LDL(λιποπρωτεΐνη χαμηλής πυκνότητας, ή «κακή χοληστερόλη») στο αίμα και μειώνοντας την ποσότητα της HDL(λιποπρωτεΐνη υψηλής πυκνότητας, ή «καλή χοληστερόλη»). Μπορεί επίσης να αυξήσει τον κίνδυνο ενός ατόμου να αναπτύξει θρόμβο στο αίμα, να προκαλέσει φλεγμονώδεις αντιδράσεις και να αυξήσει την κατακράτηση νατρίου, που μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένη αρτηριακή πίεση.

Τα αίτια της ανθεκτικότητας στην ινσουλίνη δεν είναι πλήρως κατανοητά. Θεωρείται ότι οφείλεται εν μέρει σε γενετικούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης της εθνικότητας και εν μέρει στον τρόπο ζωής. Οι περισσότεροι άνθρωποι με ανθεκτικότητα στην ινσουλίνη δεν έχουν καθόλου συμπτώματα. Στις περισσότερες περιπτώσεις, το σώμα είναι ικανό να συμβαδίσει με την ανάγκη για επιπλέον παραγωγή ινσουλίνης για πολλά χρόνια. Όταν η παραγωγή ινσουλίνης από τον οργανισμό αρχίζει να μην μπορεί να συμβαδίσει με τη ζήτηση, τότε επέρχεται η υπεργλυκαιμία. Όταν δε η γλυκόζη φτάσει σε ένα αρκετά υψηλό επίπεδο, εμφανίζεται διαβήτης τύπου 2. Τα υψηλά επίπεδα γλυκόζης στο αίμα μπορούν να καταστρέψουν τα αιμοφόρα αγγεία σε πολλά όργανα, συμπεριλαμβανομένων των νεφρών. Η ανθεκτικότητα στην ινσουλίνη είναι συνεπώς ένας αιτιολογικός παράγοντας για την ανάπτυξη διαβήτη τύπου 2. Hαύξηση των επιπέδων των λιπιδίων μπορεί να προκαλέσει εναπόθεση λιπαρών πλακών στις αρτηρίες που θα οδηγήσει σε καρδιαγγειακή νόσο (CVD) και εγκεφαλικό.

Το μεταβολικό σύνδρομο και η ανθεκτικότητα στην ινσουλίνη είναι δύο όροι που έχουν χρησιμοποιηθεί εναλλακτικά για να χαρακτηρίσουν τις ανωμαλίες που σχετίζονται με την αυξημένη ανθεκτικότητα στην ινσουλίνη και την αυξημένη παραγωγή ινσουλίνης- και για να αναγνωρίσουν αυτές τις αλλαγές ως αιτιολογικούς παράγοντες για μελλοντική ασθένεια. Το μεταβολικό σύνδρομο είναι στην ουσία ένα τμήμα της ανθεκτικότητας στην ινσουλίνη. Αν και υπάρχουν πολλά διαφορετικά διαγνωστικά πρωτόκολλα για το μεταβολικό σύνδρομο, όλα τους περιλαμβάνουν την παχυσαρκία, τις μεταβολές στα επίπεδα των λιπιδίων, και την κατεστραμμένη γλυκόζη στον ορισμό αυτής της διαταραχής. Ο στόχος του προσυμπτωματικού ελέγχου (screening) για το μεταβολικό σύνδρομο είναι να ταυτοποιήσουμε και να συνεργαστούμε με παχύσαρκους, ανθρώπους που κάνουν καθιστική ζωή ώστε να μειωθούν οι κίνδυνοι υγείας μέσα από αλλαγές στον τρόπο ζωής τους.

Η ανθεκτικότητα στην ινσουλίνη δεν είναι ασθένεια ή συγκεκριμένη διάγνωση, αλλά έχει συνδεθεί με παθολογικές καταστάσεις όπως η καρδιαγγειακή νόσος, ο διαβήτης τύπου 2, η παχυσαρκία, και υπέρταση καθώς και το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών (PCOS) και τη μη αλκοολική λιπώδη νόσο του ήπατος. Κάποιοι ερευνητές πιστεύουν επίσης ότι μπορεί να υπάρχει σύνδεση μεταξύ της ανθεκτικότητας στην ινσουλίνη και ορισμένων τύπων καρκίνου. Ωστόσο, οι μηχανισμοί αυτών των σχέσεων δεν έχουν μελετηθεί επαρκώς. Είναι σημαντικό να θυμάστε ότι πολλοί άνθρωποι που πάσχουν από αυτές τις παθολογικές καταστάσεις δεν έχουν ανθεκτικότητα στην ινσουλίνη και, ομοίως, πολλοί άνθρωποι που έχουν ανθεκτικότητα στην ινσουλίνη δε θα τις αναπτύξουν ποτέ. Συνήθως απλά συνυπάρχουν και θεωρείται ότι η ανθεκτικότητα στην ινσουλίνη μπορεί να συντελεί στην ανάπτυξη ή στην επιδείνωσή τους.

next [el-GR]
Τροποποιήθηκε τελευταία φορά 17.02.2014