Σύνδρομο Conn
Πρωτοπαθής Υπεραλδοστερονισμός


Εξετάσεις


Οι στόχοι των εξετάσεων για το σύνδρομο Connείναι η ταυτοποίηση του πρωτοπαθή αλδοστερονισμού και η διαφορική διάγνωση ανάμεσα στον πρωτοπαθή και δευτεροπαθή αλδοστερονισμό. Τα περιστατικά του συνδρόμου Connαντιμετωπίζονται με χειρουργική επέμβαση, τα άλλα όχι. 

Εργαστηριακές Εξετάσεις

  • Ο υπολογισμός της ποσότητας των ηλεκτρολυτών βοηθά στη διάγνωση της έλλειψης ισορροπίας των  ηλεκτρολυτών, της έγκαιρης ανίχνευσης της μείωσης του καλίου και του χλωρίου στα πρωταρχικά στάδια, καθώς επίσης και της αύξησης του διοξειδίου του άνθρακα. 

  • Συχνά οι γιατροί ζητούν τον προσδιορισμό των επιπέδων της ρενίνης στο αίμα σε συνδυασμό με αυτά της αλδοστερόνης σε δείγματα ούρων 24ώρου. Η εξέταση αυτή βοηθά στη  διάγνωση του πρωτοπαθή αλδοστερονισμού και στον έλεγχο της αποτελεσματικότητας της θεραπείας. Ο λόγος αλδοστερόνης/ρενίνης (ARR) βοηθά στη  διάγνωση του πρωτοπαθή αλοστερονισμού. Εάν τα επίπεδα ρενίνης είναι χαμηλά και τα επίπεδα αλδοστερόνης υψηλά, τότε ο λόγος θα αυξηθεί σημαντικά και είναι πιθανόν να διαγνωστεί ο πρωτοπαθής αλδοστερονισμός. Με βάση τα αποτελέσματα των εξετάσεων, ο γιατρός δύναται να  πραγματοποιήσει δοκιμασία καταστολής με τη χρήση χλωριούχου νατρίου ή τη δοκιμασία καπτοπρίλης, ώστε να  διαπιστώσει αν  υπάρχει μείωση της έκκρισης της αλδοστερόνης. 

Οι εξετάσεις στο αίμα και στα ούρα μπορούν να συνοδευτούν από αξονική (CT) ή μαγνητική τομογραφία (MRI) που διερευνούν εξονυχιστικά την ύπαρξη όγκου. Η διερεύνηση της νόσου είναι γενικά δύσκολη αφού οι καλοήθεις όγκοι των επινεφριδίων είναι σχετικά κοινοί στα ηλικιωμένα άτομα. Πολλοί από αυτούς τους όγκους δεν εκκρίνουν αλδοστερόνη και βρίσκονται τυχαία κατά τη διάρκεια της εξέτασης που γίνεται με άλλη αφορμή. Ο προσδιορισμός της υπερπλασίας μπορεί να αποβεί δύσκολος διότι το φυσιολογικό μέγεθος των επινεφριδίων διαφέρει σημαντικά από άνθρωπο σε άνθρωπο.

Εάν υπάρχει υποψία για υπερπλασία ή για όγκο που παράγει αλδοστερόνη, αλλά δεν είναι εύκολος ο εντοπισμός τους, τότε ο γιατρός ενδέχεται να προτείνει την λήψη αίματος από την φλέβα του επινεφριδίου. Σε αυτή την περίπτωση, συλλέγεται αίμα από τη φλέβα που μεταφέρει το αίμα έξω από κάθε επινεφρίδιο. Αυτά τα δείγματα αίματος ελέγχονται για ύπαρξη αλδοστερόνης (μερικές φορές μετριέται και η κορτιζόλη και υπολογίζεται ο λόγος αλδοστερόνη/κορτιζόλη) και έπειτα συγκρίνονται τα αποτελέσματα των δειγμάτων των δύο επινεφριδίων. Εάν υπάρχει σημαντική διαφορά, τότε η υψηλή συγκέντρωση της αλδοστερόνης προεξοφλεί την ύπαρξη αδενώματος στους αδένες. 

Μη Εργαστηριακές Εξετάσεις 

  • Μέτρηση πίεσης του αίματος – συχνά ο πρώτος δείκτης πιθανής ύπαρξης πρωτοπαθή αλδοστερονισμού
  • Αξονική τομογραφία CTή μαγνητική τομογραφία MRI– χρησιμοποιούνται για την ανίχνευση όγκων στα επινεφρίδια

next [el-GR]previous [el-GR]
Τροποποιήθηκε τελευταία φορά 15.04.2015