Τι είναι;

Οι αλλεργίες είναι υπερευαισθησίες, υπερβολικές αντιδράσεις του ανοσοποιητικού συστήματος προς ουσίες που συνήθως δεν προκαλούν αντιδράσεις στους περισσότερους ανθρώπους. Οι υπερευαισθησίες διακρίνονται σε 4 τύπους, I ως IV. Η διάκριση βασίζεται, σε κάποιο βαθμό, στο ποια μέρη του ανοσοποιητικού συστήματος ενεργοποιούνται και σε πόσο χρονικό διάστημα συμβαίνει η αντίδραση.
Οι δύο τύποι υπερευαισθησίας, που συχνά καλούνται «αλλεργίες» είναι αφενός ενδιάμεσες υπερευαισθησίες  τύπου Ι, στις οποίες τα αντιγόνα (αλλεργιογόνα, ξένες ουσίες) συνδέονται με αντισώματα ειδικής IgE (ανοσοσφαιρίνη E), προκαλώντας τοπικές και σε κάποιες περιπτώσεις συστηματικές αντιδράσεις, συνήθως μέσα σε λίγα λεπτά και αφετέρου καθυστερημένες υπερευαισθησίες τύπου IV, αντιδράσεις δηλαδή που προκαλούνται από τις αλληλεπιδράσεις αντιγόνων με ειδικά ευαισθητοποιημένα Τ λεμφοκύτταρα, αντί για αντισώματα.
Οι υπερευαισθησίες  τύπου Ι επηρεάζουν κυρίως το αναπνευστικό, το γαστρεντερικό σύστημα και το δέρμα. Συμβαίνουν συχνότερα σε άτομα με προδιάθεση σε αλλεργίες, (άτομα των οποίων οι γονείς έχουν αλλεργίες είναι πιθανότερο να αποκτήσουν υπερευαισθησία, αν και όχι υποχρεωτικά προς τις ίδιες ουσίες). Την πρώτη φορά που ένα άτομο με προδιάθεση εκτίθεται σε πιθανό αλλεργιογόνο δεν συμβαίνει έντονη αντίδραση, αλλά δημιουργούνται αντισώματα ειδικής IgE οπότε το άτομο έχει «ευαισθητοποιηθεί».
Τα αντισώματα ειδικής IgE που παράγονται επιτίθενται σε μαστοκύτταρα, εξειδικευμένα κύτταρα στους ιστούς, και σε βασεόφιλα (τύπος λευκών αιμοσφαιρίων) στην κυκλοφορία του αίματος. Κατά τις επόμενες εκθέσεις στο αλλεργιογόνο, η ειδική συνδεδεμένη IgE αναγνωρίζει τον εισβολέα, συνδέεται πάνω του και ενεργοποιεί την απελευθέρωση χημικών, που περιλαμβάνουν την ισταμίνη και προκαλούν αλλεργικά συμπτώματα, που αρχίζουν από το στόμα, τη μύτη ή το δέρμα, στο σημείο όπου το αλλεργιογόνο μπήκε στον οργανισμό.
Στο δέρμα, μία οξεία αλλεργική αντίδραση τύπου Ι προκαλεί κνίδωση, δερματίτιδα και φαγούρα, ενώ σε χρόνιες καταστάσεις η αλλεργία μπορεί να προκαλέσει ατοπική δερματίτιδα και έκζεμα. Στην αναπνευστική οδό, η οξεία αλλεργική αντίδραση προκαλεί βήχα, ρινική συμφόρηση, φτάρνισμα, κλείσιμο του λαιμού και, σε χρόνιες καταστάσεις άσθμα. Μπορεί επίσης να προκαλέσει ερυθρότητα και φαγούρα στα μάτια. Οι οξείες αλλεργικές αντιδράσεις στο γαστρεντερικό σύστημα αρχίζουν από το στόμα με μυρμήγκιασμα, φαγούρα, μεταλλική γεύση και πρήξιμο της γλώσσας και του λάρυγγα, ακολουθούμενα από κοιλιακό άλγος, μυϊκούς σπασμούς, εμέτους και διάρροια, που σε χρόνιες καταστάσεις  οδηγούν σε ποικιλία γαστρεντερικών προβλημάτων.
Κάθε σοβαρή οξεία αλλεργική αντίδραση μπορεί να απειλήσει τη ζωή, προκαλώντας αναφυλαξία, μία πολύ-οργανική αντίδραση που μπορεί να ξεκινήσει με διέγερση, αίσθημα «επερχόμενης καταστροφής», χλωμάδα στο δέρμα λόγω της πτώσης της αρτηριακής πίεσης ή και απώλεια συνείδησης (λιποθυμία). Η αναφυλαξία μπορεί να αποβεί θανατηφόρα χωρίς ταχεία αντιμετώπιση με ένεση επινεφρίνης (αδρεναλίνης). Οι αλλεργικές αντιδράσεις τύπου I μπορεί να είναι διάφορης βαρύτητας, τη μία φορά να προκαλέσουν κνίδωση, την άλλη αναφυλαξία.
Οι αλλεργίες τύπου Ι μπορεί να εμφανιστούν έναντι οποιουδήποτε παράγοντα: τρόφιμα, φυτά (γύρη, ζιζάνια, γρασίδι, κλπ), δηλητήριο εντόμων, κόπρανα ζώων (όπως γάτα και σκύλος), ακάρεα, σπόρια μυκήτων, επαγγελματικές ουσίες (latex), και φάρμακα (π.χ. πενικιλλίνη). Μπορεί επίσης να γίνουν διασταυρούμενες αντιδράσεις, όπου κάποιος αλλεργικός  στο αγριόχορτο, για παράδειγμα, μπορεί επίσης να αντιδράσει στο πεπόνι ή το καρπούζι και τη μπανάνα. Οι πιο κοινές αιτίες αναφυλακτικής αντίδρασης, που σχετίζονται με τροφές είναι τα φυστίκια, τα φουντούκια και τα οστρακοειδή.
Οι αντιδράσεις καθυστερημένης υπερευαισθησίας τύπου IV είναι πιο συχνά δερματικές αντιδράσεις. Τα πιο κοινά παραδείγματα είναι αντιδράσεις προς μέταλλα  και κοσμήματα. Συμβαίνουν όταν ένα αντιγόνο αντιδρά με ειδικά ευαισθητοποιημένα T λεμφοκύτταρα. Τα λεμφοκύτταρα απελευθερώνουν ουσίες που προκαλούν φλεγμονές αλλά  και τοξικές, που προσελκύουν άλλα λευκά αιμοσφαίρια στο σημείο έκθεσης, με αποτέλεσμα τραυματισμό του ιστού. Δεν απαιτείται “έναυσμα” από το ανοσοποιητικό, οι ασθενείς μπορεί να κάνουν αντίδραση τύπου IV την πρώτη φορά που έρχονται σε επαφή με το αλλεργιογόνο. Η  υπερευαισθησία τύπου IV (ερυθρότητα, οίδημα, σκλήρυνση του δέρματος, εξάνθημα, δερματίτιδα) συνήθως παρατηρείται  στο σημείο προσβολής ώρες ως ημέρες μετά την έκθεση. 


next [el-GR]
Τροποποιήθηκε τελευταία φορά 30.04.2010