Η «γρίπη των χοίρων» (ή αλλιώς η νέα γρίπη τύπου Α),θα πρέπει να θεωρείται πιθανή διάγνωση σε ασθενείς που παρουσιάζουν σημεία και συμπτώματα γρίπης όπως ο πυρετός, οι κρυάδες, ο βήχας, η δύσπνοια (δυσκολία στην αναπνοή), οι πόνοι στα κόκαλα, η ναυτία και οι εμετοί, ειδικά αν ταξίδεψαν σε χώρες με επιβεβαιωμένα κρούσματα της νόσου, ή αν ήρθαν σε επαφή με ταξιδιώτες από αυτές τις χώρες. Υπάρχουν δύο τύποι του ιού της γρίπης (influenza virus) ο τύπος Α και ο τύπος Β που μπορούν να προκαλέσουν σοβαρά συμπτώματα από το αναπνευστικό σύστημα. Η «γρίπη των χοίρων» προκαλείται από ένα ειδικό τύπο (υπότυπο) του ιού της γρίπης τύπου Α που ονομάζεται H1N1.
Για να επιβεβαιώσουν ύποπτα περιστατικά για «γρίπη των χοίρων» οι ιατροί πρέπει να πάρουν δείγμα από το ανώτερο αναπνευστικό σύστημα. Το καταλληλότερο δείγμα είναι ρινοφαρυγγικό «επίχρισμα» που λαμβάνεται από το βάθος του στόματος με βαβακοφόρο στυλεό (δηλαδή «σκουπίζουν» το βάθος του στόματος με αποστειρωμένο κομμάτι βαμβάκι), ή δείγμα που λαμβάνεται μετά από ξέπλυμα των ρινικών κοιλοτήτων (ρουθουνιών) με λίγο αποστειρωμένο φυσιολογικό ορό ο οποίος κατόπιν συλλέγεται σε αποστειρωμένο κύπελλο και αποστέλλεται στο εργαστήριο.
Σε ασθενείς που εμφανίζουν τα παραπάνω συμπτώματα, τα δείγματα θα πρέπει να εξεταστούν εργαστηριακά με τεχνικές που ανιχνεύουν την παρουσία των ιών της γρίπης. Αν αυτές οι πρωταρχικές εξετάσεις δώσουν αποτελέσματα θετικά για την παρουσία ιών της γρίπης τύπου Α, θα πρέπει, στη συνέχεια, να αποσταλούν σε εξειδικευμένο εργαστήριο που θα προσδιορίσει τον ακριβή υπότυπο του ανιχνευθέντος ιού. Αν το αποτέλεσμα είναι ιός υποτύπου H1N1 έχουμε αναμφισβήτητη εργαστηριακή διάγνωση της «γρίπης των χοίρων».
Η έγκαιρη διάγνωση της «γρίπης των χοίρων» επιτρέπει την πρώιμη θεραπεία με αντιικά φάρμακα, όπως το Tamiflu και το Relenza, που, όπως γνωρίζουμε αυτή τη στιγμή, είναι αποτελεσματικά για τη θεραπεία του στελέχους του ιού της «γρίπης των χοίρων» που προκαλεί την πρόσφατη επιδημία. Σε περίπτωση που αυτά τα φάρμακα χορηγηθούν μέσα σε 48 ώρες μετά την εμφάνιση των συμπτωμάτων, θα ελαττώσουν στις περισσότερες περιπτώσεις την βαρύτητα των συμπτωμάτων και θα μειώσουν τον κίνδυνο εμφάνισης σοβαρών επιπλοκών όπως είναι η (ιογενής) πνευμονία. Η έγκαιρη διάγνωση, επιπλέον, βοηθά στον έλεγχο της διάδοσης της ασθένειας ανιχνεύοντας αυτούς που έχουν μολυνθεί από τον ιό όσο το δυνατόν συντομότερα, ώστε να μειώσουμε την έκθεση του υγειούς πληθυσμού σε αυτούς. Εκτός από τα επιβεβαιωμένα κρούσματα της «γρίπης των χοίρων» η παραπάνω θεραπεία, μετά από ιατρική εκτίμηση, μπορεί να χορηγηθεί και σε άλλους που βρίσκονται σε αναμονή των αποτελεσμάτων του εργαστηριακού ελέγχου για την «γρίπη των χοίρων» ή/και που πιθανά εκτέθηκαν στον ιό H1N1.
Αν παρουσιάσετε συμπτώματα γρίπης και ταξιδέψατε πρόσφατα σε χώρες με επιβεβαιωμένα κρούσματα της νόσου, ή αν ήρθατε σε επαφή με ταξιδιώτες από αυτές τις χώρες, θα πρέπει να συμβουλευτείτε τον γιατρό σας ή το κέντρο ελέγχου και πρόληψης νοσημάτων http://www.keel.org.grπου θα σας καθοδηγήσουν υπεύθυνα στην επιλογή της καταλληλότερης θεραπευτικής αντιμετώπισης.
Πηγές (στα αγγλικά)
(28 Απριλίου 2009) Centers for Disease Control and Prevention. Γρίπη των χοίρων. Οδηγίες για ιατρούς και επαγγελματίες της υγείας http://www.cdc.gov/swineflu/guidance/ (24 Απριλίου 2009) Centers for Disease Control and Prevention. Σημαντικές πληροφορίες για την Γρίπη των χοίρων http://www.cdc.gov/swineflu/key_facts.htm