Τι είναι μεταβολικό σύνδρομο;

Το μεταβολικό σύνδρομο είναι ένα σύνολο παραγόντων κινδύνου που περιλαμβάνει:

  • Κοιλιακή παχυσαρκία
  • Μειωμένη ικανότητα του οργανισμού να αξιοποιήσει την γλυκόζη (αυξημένη γλυκόζη στο αίμα ή/και αντίσταση στην ινσουλίνη)
  • Μη φυσιολογικά επίπεδα λιπιδίων στο αίμα (δυσλιπιδαιμία)
  • Υψηλή αρτηριακή πίεση (υπέρταση)

Έχει αποδειχθεί ότι οι άνθρωποι που έχουν αυτό το σύνδρομο  διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να εμφανίσουν καρδιαγγειακή νόσο και/ ή σακχαρώδη διαβήτη τύπου II. Το μεταβολικό σύνδρομο είναι μια κοινή παθολογική κατάσταση στην οποία προσδίδονται πολλά ονόματα, όπως: δυσμεταβολικό σύνδρομο, σύνδρομο Χ, σύνδρομο αντίστασης στην ινσουλίνη, σύνδρομο παχυσαρκίας και σύνδρομο Reaven. Οι ασθενείς με το σύνδρομο αυτό γνωρίζουν πολύ καλά τη σημασία της στενής παρακολούθησης των ενδείξεων του σχετικά με τον έλεγχο του  διαβήτη, τον έλεγχο της πίεσης, τον έλεγχο των επιπέδων των λιπιδίων τους και την φυσική τους κατάσταση. Δυστυχώς όμως  υπάρχει η απαραίτητη ενημέρωση για το πώς οι παραπάνω παράγοντες θα πρέπει να συνδυαστούν έτσι ώστε ο ασθενής να αποκτήσει έναν  «υγιεινό τρόπο ζωής»

Το Εθνικό Ινστιτούτο Καρδιάς, Πνευμόνων και Αίματος (NHLBI) των ΗΠΑ εκτιμά ότι περίπου 47 εκατομμύρια ενήλικες (25%) έχουν μεταβολικό σύνδρομο, το οποίο μπορεί να επηρεάσει οποιονδήποτε και σε οποιαδήποτε ηλικία, αλλά πιο συχνά εμφανίζεται σε μαλθακά και υπέρβαρα άτομα, με το περισσότερο μέρος της περίσσειας του λίπους τους να βρίσκεται στην περιοχή της κοιλιάς.

Ως εκ τούτου, ενώ πολλές εθνικές και διεθνείς επιστημονικές οργανώσεις χρησιμοποιούν συγκεκριμένα κριτήρια για τον ορισμό του μεταβολικού συνδρόμου, άλλες, συμπεριλαμβανομένης της Αμερικανικής Διαβητικής Εταιρίας (ΑΔΕ), αμφισβητούν την αξία τους στη διάγνωση του μεταβολικού συνδρόμου. Επίσης επισημαίνουν ότι γενικά τα κριτήρια αυτά, δεν είναι πια χρήσιμα στην πρόβλεψη του κινδύνου καρδιαγγειακής νόσου ή του διαβήτη και ότι θα πρέπει να εξετάζονται τα επιμέρους κριτήρια μεμονωμένα. Έτσι η ΑΔΕ προτείνει πως η ιατρική επιστήμη θα πρέπει να γίνει σαφέστερη με το μεταβολικό σύνδρομο προτού θεωρηθεί ως ξεχωριστό σύνδρομο.   

Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) ήταν ο πρώτος που δημοσίευσε ένα διεθνώς αποδεκτό ορισμό για το μεταβολικό σύνδρομο το 1998, αλλά τα κριτήρια που έγιναν ευρέως αποδεκτά και χρησιμοποιούνται  στις ΗΠΑ, είναι αυτά που έχουν καθιερωθεί ως οι κατευθυντήριες οδηγίες στην τρίτη αναφορά του NationalCholesterolEducationProgram(Εθνικού Εκπαιδευτικού Προγράμματος για την Χοληστερόλη) των ΗΠΑ από την ομάδα εμπειρογνωμόνων για την ανίχνευση, αξιολόγηση και θεραπεία των αυξημένων επιπέδων χοληστερόλης στο αίμα ενηλίκων (ATPIII).

Η Αμερικανική Καρδιολογική Εταιρία (ΑΚΕ), σε συνδυασμό με το NHLBIδημοσίευσε επίσης ένα κείμενο για τον καθορισμό του μεταβολικού συνδρόμου θέτοντας τα δικά της κριτήρια για την πάθηση αυτή. Ο παρακάτω πίνακας συνοψίζει τις τρεις ομάδες κριτηρίων:

Κριτήρια για την κλινική διάγνωση του μεταβολικού συνδρόμου

 

κλινικα μετρα

WHO1

 

ATP III2

 

AHA/NHLBI3

Περίμετρος μέσης

 

 

≥102 cmγια άνδρες
≥88 cmγια γυναίκες

Ομοίως με ATP III

BMI

BMI >30 kg/m2

 

 

Τριγλυκερίδια

≥ 150 mg/dL

Ομοίως με WHO

Ομοίως με ΠΟΥ

HDL-C

< 35 mg/dLγια άνδρες,
< 39 mg/dLγια γυναίκες

< 40 mg/dLγια άνδρες, 
< 50 mg/dLγια γυναίκες

Ομοίως με ATP III

Αρτηριακή πίεση

≥ 140/90 mm Hg

≥ 130/85 mmHg

Ομοίως με ATP III

Γλυκόζη

IGT, IFG, ή T2D

Νηστείας >110 mg/dL (IFG)

Νηστείας ≥100 mg/dL (IFG)

Αντίσταση στην ινσουλίνη

ΝΑΙ

ΟΧΙ

ΟΧΙ

Μικρολευκωματινουρία

 

ΝΑΙ

ΟΧΙ

ΟΧΙ

Αναφορές

1. Alberti KG, Zimmet PZ. Diabet Med 1998;15:539–53.

2. National Cholesterol Education Program (NCEP) Adult Treatment Panel III final report. Circulation 2002;106:3143–421.

3. Grundy, SM, et al. Circulation 2005;112:2735–52.

Σημειώσεις: Ο ΠΟΥ απαιτεί αντίσταση στην ινσουλίνη συν δύο επιπλέον παράγοντες κινδύνου για τη διάγνωση, Ο ATPIIIαπαιτεί τρεις από τις πέντε προηγούμενους παράγοντες κινδύνου για τη διάγνωση. Η AHA/NHLBIσυνιστά ότι τα τριγλυκερίδια, η HDL-Cκαι η αρτηριακή πίεση θα πρέπει να έχουν παθολογικές τιμές πριν κάθε χορήγηση φαρμάκου

Συντομογραφίες: BMI= Δείκτης μάζας σώματος, IGT = διαταραγμένη ανοχή στη γλυκόζη, IFG= διαταραγμένη γλυκόζη νηστείας, T2D= διαβήτης τύπου 2

Adapted from: Pizzi, R. Agreeing to Disagree: ADA, AHA Publish Opposing Views on Metabolic Syndrome, Clinical Laboratory News, January 2006 Volume 32, No. 1

 

Επιπλέον, έχουν παρατηρηθεί άτομα με μεταβολικό σύνδρομο που δεν τηρούν όλες τις σχετικές προϋποθέσεις των κριτηρίων της ATPIII. Τα άτομα αυτά εμφανίζουν προθρομβωτικές (πήξη του αίματος) και προφλεγμονώδεις προδιαθέσεις. Καθώς τα εμφανή συμπτώματα της νόσου μπορεί να απουσιάζουν, τα χαρακτηριστικά αυτά αποτελούν μια προειδοποίηση για την αύξηση της πιθανότητας φράξης των αρτηριών, καρδιακών παθήσεων, εγκεφαλικών επεισοδίων, διαβήτη, νεφρική νόσο ακόμη και για πρόωρο θάνατο. Εάν κάποιος δεν λάβει την αντίστοιχη θεραπεία, τότε οι επιπλοκές από ασθένειες που σχετίζονται με το μη θεραπευτικό μεταβολικό σύνδρομο, μπορεί να αναπτυχθούν μέσα σε διάστημα λιγότερο από αυτό των 15 χρόνων. Έτσι, όσοι  έχουν μεταβολικό σύνδρομο και επίσης καπνίζουν τείνουν να έχουν ακόμα πιο κακή πρόγνωση.

Η βασική αιτία των περισσότερων περιπτώσεων που σχετίζονται με το μεταβολικό σύνδρομο είναι οι κακές διατροφικές συνήθειες και η καθιστική ζωή. Σε ορισμένες περιπτώσεις εμφανίζεται σε άτομα τα οποία  έχουν ήδη διαγνωστεί με υπέρταση και σε άλλα  με μη  ελεγχόμενο διαβήτη, με μικρό ποσοστό εκ των περιπτώσεων όπου πιστεύεται ότι συνδέονται με γενετικούς παράγοντες οι οποίοι είναι ακόμη υπό έρευνα.

Παρ’ όλα αυτά όλοι οι παράγοντες που σχετίζονται με το μεταβολικό σύνδρομο είναι αλληλένδετοι. Η παχυσαρκία και η έλλειψη άσκησης τείνουν να οδηγήσουν σε αντίσταση της ινσουλίνης, η οποία έχει αρνητική επίδραση στην παραγωγή λιπιδίων, αυξάνοντας την VLDL (πολύ χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνη), την LDL (χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνη - η «κακή» χοληστερόλη),  τα επίπεδα των τριγλυκεριδίων στο αίμα καθώς και σε μείωση της HDL (υψηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνη - η «καλή» χοληστερόλη). Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε εναπόθεση λιπαρών πλακών στις αρτηρίες οι οποίες, με την πάροδο του χρόνου, μπορεί να οδηγήσουν σε καρδιαγγειακή νόσο και εγκεφαλικά επεισόδια. Η αντίσταση στην ινσουλίνη οδηγεί επίσης σε αύξηση των επιπέδων της ινσουλίνης και της γλυκόζης στο αίμα. Hυπερβολική ινσουλίνη αυξάνει την κατακράτηση του νατρίου από τους νεφρούς η οποία αυξάνει την πίεση του αίματος και μπορεί να οδηγήσει σε υπέρταση. Τα  χρόνια αυξημένα επίπεδα γλυκόζης μπορούν με την σειρά τους να οδηγήσουν σε βλάβη των αιμοφόρων αγγείων και οργάνων, όπως τα νεφρά. [Διαβάστε μια πιο λεπτομερή εξήγηση- παρακάτω στο κείμενο «περισσότερες λεπτομέρειες»].  

next [el-GR]
Τροποποιήθηκε τελευταία φορά 18.02.2014