Τι είναι ο υποσιτισμός;

Υποσιτισμός βασικά σημαίνει «κακή διατροφή» και είναι μια κατάσταση κατά την οποία υπάρχει διαφορά μεταξύ της ποσότητας του φαγητού που λαμβάνει κάποιος και των θρεπτικών συστατικών που χρειάζεται το σώμα για τη σωστή του ανάπτυξηκαι υγεία και της πραγματικής ποσότητας που λαμβάνει ή απορροφά. Αυτή η ανισορροπία συνδέεται συχνά με τον υποσιτισμό, το βασικό θέμα αυτού του άρθρου, αλλά μπορεί επίσης να εμφανιστεί και στον υπερσιτισμό.
Ο χρόνιος υπερσιτισμός μπορεί να οδηγήσει σε παχυσαρκία και μεταβολικό σύνδρομο, μία ομάδα παραγόντων κινδύνου που χαρακτηρίζεται από κοιλιακή παχυσαρκία, μειωμένη ικανότητα επεξεργασίας της γλυκόζης (αντίσταση στην ινσουλίνη), δυσλιπιδαιμία, και υψηλή αρτηριακή πίεση (υπέρταση). Έχει αποδειχθεί ότι οι άνθρωποι με μεταβολικό σύνδρομο κινδυνεύουν περισσότερο να αναπτύξουν διαβήτη τύπου 2 και καρδιαγγειακή νόσο. Μια άλλη σχετικά σπάνια μορφή του υπερσιτισμού είναι η τοξικότητα από βιταμίνες ή ανόργανα συστατικά. Αυτή συνήθως οφείλεται σε υπερβολική χρήση συμπληρωμάτων διατροφής αντί της κανονικής λήψης τροφής, όπως συμβαίνει με τις υψηλές δόσεις λιποδιαλυτών βιταμινών πχ βιταμίνης Α. Τα συμπτώματα της τοξικότητας εξαρτώνται από την ουσία (-ες), τη σοβαρότητα της υπερδοσολογίας, καθώς και το αν πρόκειται για οξεία ή χρόνια τοξικότητα.
Ο υποσιτισμός συμβαίνει όταν ένα ή περισσότερα ζωτικά θρεπτικά συστατικά δεν υπάρχουν στην ποσότητα που είναι απαραίτητη για το σώμα ώστε να αναπτυχθεί και να λειτουργήσει κανονικά. Αυτό μπορεί να οφείλεται σε ανεπαρκή πρόσληψη, αυξημένη απώλεια, αυξημένη ζήτηση ή σε μια παθολογική κατάσταση ή ασθένεια που μειώνει την ικανότητα του σώματος να πέψει και να απορροφήσει τα θρεπτικά συστατικά από τα διαθέσιμα τρόφιμα. Ενώ η ανάγκη για επαρκή διατροφή είναι σταθερή, οι απαιτήσεις του σώματος ποικίλουν, τόσο σε ημερήσια όσο και σε ετήσια βάση.

  • Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, η επαρκής υποστήριξη με θρεπτικά συστατικά είναι ζωτικής σημασίας για τη φυσιολογική ανάπτυξη του εμβρύου. Η ανεπάρκεια φολικού οξέος κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης μπορεί να προκαλέσει γενετικές ανωμαλίες και να αυξήσει τον κίνδυνο γέννησης του εμβρύου με χαμηλό σωματικό βάρος καθώς και να αυξήσει τον κίνδυνο πρόωρου τοκετού.
  • Η σοβαρή έλλειψη τροφής μπορεί να προκαλέσει στα παιδιά μία παθολογική κατάσταση που ονομάζεται «μαρασμός». Ο μαρασμός χαρακτηρίζεται από αδύνατο σώμα και καχεκτική ανάπτυξη. Εάν ένα παιδί λαμβάνει αρκετές θερμίδες, αλλά οι πρωτείνες που περιέχει το φαγητό δεν επαρκούν, μπορεί να αναπτύξει “kwashiorkor”, μια κατάσταση που χαρακτηρίζεται από οίδημα, διόγκωση του ήπατος, απάθεια και καθυστερημένη ανάπτυξη. Επίσης, ελλείψεις συγκεκριμένων βιταμινών είναι δυνατό να επηρεάουν το σχηματισμό των οστών και των ιστών. Η έλλειψη βιταμίνης D, για παράδειγμα, μπορεί να επηρεάσει το σχηματισμό οστών, προκαλώντας ραχίτιδα στα παιδιά. Σε παγκόσμιο επίπεδο, περίπου το ένα τρίτο των θανάτων στην παιδική ηλικία σχετίζονται με τον υποσιτισμό. Η έλλειψη τροφής και τα εντερικά παράσιτα είναι οι κύριες αιτίες του υποσιτισμού στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Στις ΗΠΑ, οι περισσότερες περιπτώσεις υποσιτισμού μπορούν να αποδοθούν σε κακή ή μη ισορροπημένη διατροφή.
  • Κάποιες οξείες καταστάσεις όπως χειρουργικές επεμβάσεις, σοβαρά εγκαύματα, μολύνσεις και τραύματα, είναι δυνατό να αυξήσουν δραστικά τις βραχυπρόθεσμες διατροφικές απαιτήσεις. Οι άνθρωποι που έχουν υποσιτιστεί για κάποιο χρονικό διάστημα μπορεί να έχουν εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα και κακή πρόγνωση. Συχνά χρειάζονται περισσότερο χρόνο για να επουλωθούν από χειρουργικές επεμβάσεις και πρέπει να νοσηλευτούν για περισσότερες ημέρες. Για το λόγο αυτό, πολλοί γιατροί παρακολουθούν τη θρεπτική κατάσταση των ασθενών τους στο νοσοκομείο. Οι ασθενείς που υποβάλλονται σε χειρουργική επέμβαση αξιολογούνται συχνά τόσο πριν από την επέμβαση όσο και κατά τη διάρκεια της ανάρρωσης τους.
  • Κάποιες χρόνιες παθήσεις μπορεί να συνδέονται με την απώλεια θρεπτικών συστατικών ή με την αυξημένη ζήτηση θρεπτικών ουσιών και / ή με την δυσαπορρόφηση. Δυσαπορρόφηση μπορεί να εμφανιστεί σε χρόνιες παθήσεις όπως η κοιλιοκάκη, η κυστική ίνωση, η παγκρεατική ανεπάρκεια καθώς και η κακοήθη αναιμία. Αυξημένη απώλεια  θρεπτικών συστατικών μπορεί να εμφανιστεί στην περίπτωση χρόνιας νεφρικής νόσου, σε διάρροια και σε αιμορραγία. Μερικές φορές, τόσο οι παθολογικές καταστάσεις όσο και η θεραπεία τους μπορεί να προκαλέσουν υποσιτισμό λόγω της μειωμένης πρόσληψης. Παραδείγματα αποτελούν η μειωμένη όρεξη, η δυσκολία στην κατάποση και η ναυτία που συνδέονται τόσο με τον καρκίνο (και με την χημειοθεραπεία) όσο και με τον ιό HIV/AIDS (και με την φαρμακευτική θεραπεία του). Αυξημένη απώλεια, δυσαπορρόφηση και μειωμένη πρόσληψη μπορεί επίσης να εμφανιστεί σε άτομα που κάνουν χρόνια χρήση ναρκωτικών ή/και αλκοόλ.
  • Οι ηλικιωμένοι άνθρωποι χρειάζονται λιγότερες θερμίδες, αλλά συνεχίζουν να χρειάζονται επαρκή διατροφική υποστήριξη. Συχνά, δεν είναι ικανοί να απορροφήσουν τα θρεπτικά συστατικά εξαιτίας κυρίως της μειωμένης παραγωγής οξέων στο στομάχι και είναι πιο πιθανό να έχουν μία ή περισσότερες χρόνιες παθήσεις που μπορεί να επηρεάσουν τη διατροφική τους κατάσταση. Την ίδια στιγμή, μπορεί να έχουν μεγαλύτερη δυσκολία στην προετοιμασία των γευμάτων και μπορεί να έχουν μικρότερη πρόσβαση σε διάφορες θρεπτικές τροφές. Οι ηλικιωμένοι, επίσης, τρώνε λιγότερο λόγω μειωμένης όρεξης, μειωμένης αίσθησης της όσφρησης και/ή εξαιτίας μηχανικών προβλήματων με το μάσημα ή την κατάποση.

 

 

  • next [el-GR]
    Τροποποιήθηκε τελευταία φορά 19.02.2014